ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Η Μεγαλόχαρη είναι ένα από τα χωριά που αποτελούν το Άνω Ραδοβύζι.
Παλαιότερα τα χωριά του άνω Ραδοβυζίου είχαν άλλα ονόματα: η Μεγαλόχαρη ονομάζονταν Μπότση, το Αστροχώρι Καταβόθρα, ο Μεσόπυργος Σουμερού, η Καστανιά Βρατσίστα, η Ελάτη Σεκλίστα και οι Πηγές Βρεστενίτσα. Οι ονομασίες των χωριών άλλαξαν το 1927 και το 1954. Με το Δ/γμα 1-4-1927 η Μπότση ονομάστηκε Μεγαλόχαρη από το όνομα της Παναγίας που γιορτάζεται στο χωριό.
Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
Στις 24 Μαρτίου 1449 ολόκληρη η περιοχή της Άρτας υποδουλώθηκε στους Τούρκους. Οι φόροι που επιβλήθηκαν ήταν η ¨δεκάτη¨ και το ¨προβατονόμιο¨.
Η Μεγαλόχαρη αποτέλεσε εστία αντίστασης κατά του τούρκικου ζυγού καθώς και κρησφύγετο κλεφτών. Οι επιδρομές και οι λεηλασίες των πειρατών που έφταναν μέχρι τα χωριά αυτά ανάγκασαν τους κατοίκους να ζητήσουν προστασία από τους Ενετούς που κατείχαν τότε τα Επτάνησα και την Πρέβεζα.
Το 1695 κλείστηκε συμφωνία κατά την οποία η Μεγαλόχαρη ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει 6 ρεάλια το χρόνο. Το 1796 η περιοχή υποδουλώθηκε στον Αλή Πασά. Το Ραδοβύζι που είχε γίνει αρματολίκι, καθώς και το αρματολίκι των Τζουμέρκων τα έδωσε ο Αλής στον αρματολό Κων/νο Πούλη.{είναι ένας από τους αρματολούς που βοήθησαν στην καταστροφή των Σουλιωτών στο Σέλτσο (1804)}.
Όταν εγκαταστάθηκαν οι Μποτσαραίοι στη περιοχή του Βουλγαρελίου τα εκμεταλλεύονταν οικονομικά, ενώ ο Πούλης είχε τη διοίκησή τους, αργότερα έπεσε σε δυσμένεια και το αρματολίκι του Ραδοβυζίου το έδωσε ο Αλής στο Γώγο Μπακόλα (οπλαρχηγός από τη Σκουληκαριά, διαδέχθηκε τον Πούλη, το 1815 δολοφόνησε στην Άρτα τον Κίτσο Μπότσαρη παρασυρμένος από τον Αλή Πασά).
Το 1804 στο Μοναστήρι του Σέλτσου έγινε ο χαλασμός των Μποτσαραίων από τα στρατεύματα του Αλή. Την άνοιξη του 1821 πέρασε από το Ραδοβύζι ο Γ.Καραισκάκης και προχώρησε προς τα Τζουμέρκα για να ξεσηκώσει τους κατοίκους. Στις 15 Μαΐου 1821 στο Μοναστήρι του Αγ.Γεωργίου στο Βουλγαρέλι οι οπλαρχηγοί από το Ραδοβύζι και τα Τζουμέρκα μαζί με τον Καραϊσκάκη κήρυξαν επανάσταση.
Στις αρχές του 1822 ο Καραϊσκάκης και ο Μπακόλας εξόντωσαν την τουρκική φρουρά που ήταν στη Σουμερού ( Μεσόπυργος ) και από εκεί πέρασαν στα Άγραφα. Το 1832 με το πρωτόκολλο του Λονδίνου ( 18/8 ) οριστικοποιήθηκε η ανεξαρτησία της Ελλάδας. Τα βόρεια σύνορα έφταναν μέχρι τον Αμβρακικό κόλπο. Η περιοχή της Άρτας παρέμενε υπόδουλη. Η φορολογία που επέβαλε η τουρκική διοίκηση ήταν βαριά. Κάθε χρόνο η κάθε μη μουσουλμανική οικογένεια έπρεπε να καταβάλλει το ¨μουχτού¨ δηλαδή 60 γρόσια. Υπήρχε ακόμα το χαράτσι ( 60 γρόσια για κάθε άντρα και 30 για κάθε αρσενικό παιδί κάτω των 14 ετών). Καθιερώθηκε και ένας νέος φόρος το ¨ρεδίφς¨ και κάθε οικογένεια έπρεπε να πληρώνει 35 γρόσια για τον μισθό των χωροφυλάκων και των στρατιωτικών αποσπασμάτων. Από το 1841 επιβλήθηκαν νέοι φόροι. Η ¨δεκάτη¨ για τα γεωργικά προϊόντα, ο ¨¨ τζελέπη¨, ποιμενικός φόρος και ο ¨τατζόν¨, φόρος για τα αλιεύματα. Από το 1853 η περιφέρεια της Άρτας είχε για διοικητή της τον Σουλεϊμάν Μπέη Φράσαρη, ο οποίος επέβαλε νέους φόρους. Την ίδια χρονιά άρχισε ο ρωσοτουρκικός πόλεμος και η Πύλη αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Ο Φράσαρης έστειλε αποσπάσματα στα χωριά του Ραδοβυζίου για να εισπράξουν τα οφειλόμενα και να ζητήσουν τους φόρους του 1854 προκαταβολικά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να προετοιμαστούν οι κάτοικοι για επανάσταση. Αυτή κηρύχθηκε τον Ιανουάριο του 1854 στο Μοναστήρι της Γεννήσεως της Θεοτόκου στην Μεγαλόχαρη.
Θα ακολουθήσουν άλλες δυο επαναστάσεις στην περιοχή του Ραδοβυζίου το 1866 και το 1878 από τον ίδιο χώρο. Η ώρα της ελευθερίας θα έρθει το 1881. Το Φεβρουάριο του 1881 η Τουρκία δέχτηκε να παραχωρήσει στην Ελλάδα τη Θεσσαλία και το τμήμα της Ηπείρου μέχρι τον ποταμό Άραχθο. Στις 24 Ιουνίου τα ελληνικά στρατεύματα μπήκαν στην πόλη της Άρτας και στη συνέχεια μερικές μονάδες τους κατέλαβαν συμβολικά και τα χωριά.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1854
Οι υπομίσθιοι (χριστιανοί που είχαν προσληφθεί από το δερβέναγα της Άρτας με αντιμισθία για να βοηθούν στη αποκατάσταση της τάξης ), Δημήτριος Σκαλτσογιάννης, Ανδρέας και Ιωάννης Κοσυββάκης κάλεσαν του κατοίκους του Ραδοβυζίου να συγκεντρωθούν στις 15 Ιανουαρίου στο χωριό Μπότση ( Μεγαλόχαρη) για να αποφασίσουν για την έναρξη του αγώνα. Στις 15 Ιανουαρίου στο Μοναστήρι της Γεννήσεως της Θεοτόκου συγκεντρώθηκε ο λαός του Ραδοβυζίου. Αφού μίλησαν οι αρχηγοί και ορκίστηκαν όλοι στο Ιερό Ευαγγέλιο απηύθυναν προκήρυξη προς όλους τους Έλληνες υπόδουλους και ελεύθερους.
Η προκήρυξη έλεγε :
« οι υποφαινόμενοι κάτοικοι Ραδοβυζίου της επαρχίας Άρτης, βεβαρυμένοι από τάς καταπιέσεις καί τούς υπέρογκους φόρους…επαναλαμβάνομεν τόν κοινόν αγώνα του 1821 ομνύοντες εις τό όνομα τού Υψίστου και της Ιεράς ημών Πατρίδος, ότι δέν θέλομεν ρίψει τά όπλα εν ουδεμία περιπτώσει και περιστάσει, εάν δεν ανακτήσωμεν την ελευθερίαν μας »…
Οι Τούρκοι αντέδρασαν γρήγορα. Έστειλαν σώμα τουρκαλβανών εναντίον των συγκεντρωμένων αλλά μετά από σκληρή μάχη αναγκάστηκε να γυρίσει στο χωριό Καταβόθρα (Αστροχώρι). Από εκεί έφυγαν και οχυρώθηκαν στο χωριό Δημαριό, όπου δέχτηκαν επίθεση από τους επαναστάτες στις 18 και 19 Ιανουαρίου. Οι πολιορκημένοι εκδήλωσαν την πρόθεσή τους να παραδοθούν. Οι επαναστάτες δέχτηκαν αλλά ζήτησαν να τους παραδώσουν τα όπλα τους αλλά οι τουρκαλβανοί δεν δέχτηκαν. Οι επαναστάτες επειδή βιάζονταν να προχωρήσουν στο Κομπότι και στο Πέτα, έλυσαν την πολιορκία και τους άφησαν να φύγουν. Αμέσως ένα τμήμα των Ελλήνων προχώρησε προς το Κομπότι και το άλλο προς το Πέτα. Στις 20/1 οι φρουρές και των δυο χωριών κατέφυγαν στην Άρτα αφού νικήθηκαν. Όταν έφτασαν στην ελεύθερη Ελλάδα οι ειδήσεις για τις επιτυχίες των επαναστατών ακράτητος ενθουσιασμός συνεπήρε τους ελεύθερους έλληνες. Εθελοντικά σώματα άρχισαν να ετοιμάζονται για να βοηθήσουν την επανάσταση. Σε όλο το Ξηρόμερο άρχισαν να συγκεντρώνονται πολεμικό υλικό, είδη διατροφής και ρουχισμού. Η περιοχή του Καρβασαρά (Αμφιλοχία) γέμισε από εθελοντές που ήταν έτοιμοι να περάσουν στο Ραδοβύζι. Ανάμεσα στους εθελοντές που πέρασαν στο Ν.Άρτας ήταν ο Σπύρος Καραϊσκάκης και ο Δημήτριος Γρίβας, διοικητής των οροφυλάκων της περιοχής του Καρβασαρά(Αμφιλοχία). Με τον ερχομό τους συγκεντρώθηκε το στρατόπεδο του Πέτα, από το οποίο θα ξεκινήσουν όλες οι επιχειρήσεις. Το Φεβρουάριο και το Μάρτιο οι συγκρούσεις έγιναν σφοδρότερες. Η εξέγερση των Ραδοβυζινών είχε αντίκτυπο στις υπόδουλες περιοχές. Ξεσηκώθηκαν οι κάτοικοι των χωριών του Σουλίου, της Παραμυθιάς, του Τσαμαντά, της Χιμάρας και αρκετών περιοχών του Ν.Ιωαννίνων. ο λαός της Θεσσαλίας ακολούθησε το παράδειγμα τους. Τα χωριά της Αργιθέας ξεσηκώθηκαν και έκαψαν ένα Τούρκικο στρατόπεδο. Η φλόγα της επανάστασης μεταδόθηκε και στη Μακεδονία. Ενώ η επανάσταση είχε εξαπλωθεί και οι επιτυχίες των ελλήνων συνεχίζονταν, οι Μεγάλες Δυνάμεις Αγγλία και Γαλλία άρχισαν να ανησυχούν για τη φίλη τους Τουρκία. Το Μάρτιο η στάση τους έγινε εχθρική. Το Μάιο αποφάσισαν να επέμβουν δυναμικά. Στις 24/5 ο Αγγλικός και Γαλλικός στόλος απέκλεισαν την Αθήνα και τον Πειραιά. οι Τούρκοι βάδισαν προς τα χωριά του Ραδοβυζίου για να πάρουν εκδίκηση. λεηλάτησαν και έκαψαν πολλά χωριά μεταξύ των οποίων και η Μεγαλόχαρη.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1866
Η τουρκική καταπίεση παρέμενε ανυπόφορη. Η Τουρκία προκειμένου να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα εξαιτίας της κρητικής επανάστασης ζήτησε έκτακτη ενίσχυση 1.650.000 γρόσια. Οι κάτοικοι άρχισαν να ετοιμάζονται για εξέγερση. Τον Οκτώβριο συγκροτήθηκαν ένοπλα σώματα και έδιωξαν τα τουρκικά αποσπάσματα που στάθμευαν στο Ραδοβύζι. Στις 14 Δεκεμβρίου οι αρχηγοί των Ραδοβυζινών κάλεσαν τους κατοίκους του Ραδοβυζίου και των Τζουμέρκων στο χωριό Μπότση ( Μεγαλόχαρη) όπου έγινε σύσκεψη και ορίστηκε ο χρόνος της εξέγερσης. Στις 26 Δεκεμβρίου ο τουρκικός στρατός διατάχθηκε να απομακρύνει με κάθε τρόπο τα στρατεύματα των Ραδοβυζινών από την περιοχή της γέφυρας του Κοράκου και να περάσει στη Θεσσαλία όπου η εξέγερση είχε εξαπλωθεί. Στις 27 Δεκεμβρίου το μεσημέρι ο τουρκικός στρατός επιτέθηκε. Μετά από αρκετές ώρες μάχης οι Τούρκοι νικήθηκαν και οπισθοχώρησαν στη Γρέβια (συνοικισμός των Πηγών). Στις 28/12 επιχείρησαν νέα επίθεση. Απέτυχαν για 2η φορά.
Ο Χατζή Εμίν μπέης αναγκάστηκε να κατέβει στην Άρτα να ζητήσει ενισχύσεις. Ενώ αυτά συνέβαιναν στην περιοχή του Ραδοβυζίου οι Μεγάλες δυνάμεις δέχτηκαν διαμαρτυρίες από μέρους της Τουρκίας. Σύμφωνα με την Πύλη η ελεύθερη Ελλάδα βοηθούσε τους ραδοβυζινούς με στρατό και εθελοντές. Για να βρεθεί η αλήθεια στάλθηκε στο γεφύρι του Κοράκου ο Γάλλος Πρόξενος της Ηπείρου Κάρολος Σιαμπουασώ. Στην περιοχή του γεφυριού συναντήθηκε με τους εκπροσώπους των επαναστατών. Ο Πρόξενος ζήτησε να μάθει τις αιτίες που τους οδήγησαν στην εξέγερση.
Η απάντηση που πήρε ήταν:
« Ζωή με τον Τούρκον δεν υποφέρεται πλέον, Κύριε Πρόξενε, ή θα χαθωμεν , ή του Σουλτάνου υπήκοοι δεν θα τελωμεν εις το μέλλον».
Μετά από αυτό οι τούρκοι σκλήρυναν τη στάση τους, στην πόλη της Άρτας 300 Αλβανοί άρχισαν να αρπάζουν τα εμπορεύματα από τα καταστήματα και να τα σκορπίζουν στους δρόμους. Επειδή η επανάσταση στη Θεσσαλία είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις και οι Τούρκοι στρατηγοί διαφωνούσαν για τον τρόπο που έπρεπε να αντιμετωπιστεί, δόθηκε η αρχηγία στο Λιβά Ιμπραήμ Πασά, ο οποίος έφτασε στις 11 Ιανουαρίου του 1867 στη Μπότση ( Μεγαλόχαρη) όπου είχε συγκεντρωθεί ο τουρκικός στρατός. Ο Λίβα πασάς έδωσε εντολή να ζεύξουν με ασκούς τον Αχελώο για να περάσει ο στρατός στη Θεσσαλία. Στις 16 Ιανουαρίου τα τουρκικά στρατεύματα άρχισαν να διαβαίνουν το ποτάμι.
Τις ίδιες μέρες δυο τάγματα του τουρκικού στρατού βγήκαν από τη Λάρισα και στάθμευσαν στο Λιάσκοβο(Πετρωτό) χωριό του Ν.Καρδίτσας με σκοπό να επιτεθούν μαζί με το στρατό που περνούσε τον Αχελώο. Στις 17 Ιανουαρίου τα στρατιωτικά τμήματα των Ραδοβυζινών νικήθηκαν και διασκορπίστηκαν στα Τζουμέρκα, ενώ οι Θεσσαλοί κλείστηκαν στη Μονή Σπηλιάς. Οι τούρκοι αφού κατέλαβαν το γεφύρι του Κοράκου, συγκεντρώθηκαν στο Λιάσκοβο( Πετρωτό). Στις 4 Φεβρουάριου επιτέθηκαν στη Μονή Σπηλιάς και διέλυσαν τους επαναστάτες. Η επανάσταση όμως δεν είχε τελειώσει ακόμα.
Το Μάρτιο τα τμήματα των επαναστατών που είχαν νικηθεί στη Μονή Σπηλιάς ενώθηκαν και αφού νίκησαν την τουρκική φρουρά στα Βραγγιανά ( χωριό του Ν.Καρδίτσας απέναντι από τις Πηγές) έφτασαν στα χωριά του Ραδοβυζίου. Ο Λιβά πασάς έστειλε ισχυρά τμήματα στρατού στην περιοχή του Αχελώου αλλά οι επαναστάτες κράτησαν τις θέσεις τους. Με τον ερχομό του Απριλίου η κατάσταση δυσκόλεψε. Ενισχύσεις δεν έρχονταν και το Ραδοβύζι είχε γεμίσει από τουρκικά αποσπάσματα.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορούσε να βοηθήσει και η επανάσταση μέρα με την μέρα έσβηνε. Τον Αύγουστο του 1867 είχε τελειώσει. Οι βαριοί φόροι επιβλήθηκαν ξανά και η ζωή των κατοίκων έγινε αφόρητη. Οι Μεγάλες δυνάμεις έκαναν γνωστό στην ελληνική Κυβέρνηση ότι η Κρήτη, η Ήπειρος, η Θεσσαλία και η Μακεδονία θα παρέμεναν υπήκοοι της Τουρκίας.
Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1878
Τον Απρίλιο του 1877 κηρύχθηκε νέος ρωσοτουρκικός πόλεμος. Το Ραδοβύζι άρχισε να αναταράζεται πάλι. Η κυβέρνηση δεν μπορούσε να βοηθήσει και κράταγε ουδέτερη στάση. Αποφάσισαν τότε να βοηθήσουν οι διάφορες οργανώσεις και σύλλογοι που υπήρχαν στην Αθήνα. Για αυτόν το λόγο χρησιμοποίησαν το Φώτη Κουτσονίκα ( είχε πάρει μέρος στις επαναστάσεις του 1854 και 1866 και ήταν γαμπρός του Ιωάννη Κοσυββάκη από τη Μπότση )και άρχισε τις ενέργειες.
Οι κάτοικοι ενθουσιασμένοι άρχισαν να συγκεντρώνονται στην Μπότση και τη Σουμερού(Μεσόπυργος) περιμένοντας όπλα και πολεμοφόδια. Αποφασίστηκε να αρχίσει η επανάσταση στις 20 Ιανουαρίου 1878. Την ίδια μέρα θα έρχονταν και οι εθελοντές από την ελεύθερη Ελλάδα.
Αλλά δεν έγιναν τα πράγματα όπως τα περίμεναν οι ραδοβυζινοί. Στις 20 Ιανουαρίου 1878 έφτασε στη Σουμερού (Μεσόπυργος) ο αντιπρόσωπος Κουτσονίκας χωρίς όπλα και πολεμοφόδια. Οι μέρες περνούσαν και τα εφόδια δεν έρχονταν. Αντίθετα τουρκικά αποσπάσματα με 2.000 άντρες πλημμύρισαν την περιοχή.
Οι οπλαρχηγοί που είχαν ξεσηκώσει τους κατοίκους , κρύφτηκαν στα δάση της Σουμερούς. Η κεντρική επιτροπή στην Αθήνα έκρινε ότι ήταν καλύτερο τότε να εξοπλιστούν τα εθελοντικά σώματα που θα περνούσαν στο Ραδοβύζι από την ελεύθερη Ελλάδα.
Στις 30 Ιανουαρίου το πρώτο εθελοντικό σώμα έφθασε στο χωριό Διάσελο και προχώρησε προς τη γέφυρα της Πλάκας, όπου μετά από μάχη στις 3 Φεβρουάριου ανάγκασε τους τούρκους να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους. Στις 6 Φεβρουαρίου τουρκικά αποσπάσματα που στάλθηκαν από τα Γιάννενα λεηλάτησαν τα χωριά των Τζουμέρκων. Ακολούθησαν οι νίκες των Ελλήνων στο Δημαριό και στο Κλειδί και η διάλυση των εθελοντικών σωμάτων. Ενώ αυτά γίνονταν στο Κάτω Ραδοβύζι και στα Τζουμέρκα, οι κάτοικοι του Άνω Ραδοβυζίου μάταια περίμεναν στη Σουμερού τα όπλα και τα πολεμοφόδια. Τέλος στις 11 Φεβρουάριου τους δόθηκαν 500 όπλα και 43 κιβώτια πολεμοφόδια. Στις 19 Φεβρουαρίου υπογράφηκε ανάμεσα στην Τουρκία και τη Ρωσία η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Σύμφωνα με αυτήν δίνονταν μερικά προνόμια στους χριστιανούς της Τουρκίας. Η υπογραφή της συνθήκης προκάλεσε αναταραχή στους επαναστάτες.
Στις 28 Φεβρουαρίου συγκεντρώθηκαν στη Μπότση(Μεγαλόχαρη) πλήθη ραδοβυζινών για να συζητήσουν για την εξέλιξη του αγώνα.
Αποφάσισαν να συνεχίσουν τον αγώνα και ψηφίσαν:
1. την αποκήρυξη της τουρκικής δυναστείας
2. την ένωση με την ελεύθερη Ελλάδα.
Τα ένοπλα τμήματά τους κατέλαβαν το γεφύρι του Κοράκου και απέκρουσαν τις τουρκικές δυνάμεις στρατού που πλημμύρισαν το Άνω Ραδοβύζι. Λεηλάτησαν τα χωριά Σουμερού(Μεσόπυργος), Μηλιανά, Καταβόθρα(Αστροχώρι), Βρατσίστα(Καστανιά), Σεκλίστα (Ελάτη) και την Μπότση(Μεγαλόχαρη) τη μετέβαλλαν σε ερείπια.Στη συνέχεια τα τουρκικά αποσπάσματα γύρισαν στην Άρτα αφού άφησαν μερικά τμήματα στρατού να ελέγχουν την περιοχή.
Η επανάσταση άρχισε να εξασθενίζει. Οι επαναστάτες όμως δεν κατέθεσαν τα όπλα και συνέχισαν να δημιουργούν προβλήματα.Στις αρχές του Μάιου 1000 περίπου Τούρκοι στρατιώτες στάλθηκαν στο Άνω Ραδοβύζι. Σε συμπλοκή που έγινε στο γεφύρι του Κοράκου νικήθηκαν και για εκδίκηση λεηλάτησαν πάλι τα χωριά.Στις 17 Ιουνίου του 1878 έγινε το Συνέδριο του Βερολίνου στο οποίο προτάθηκε στην Υψηλή Πύλη να συμφωνήσει με την Ελλάδα σε μια διαρρύθμιση των συνόρων στη Θεσσαλία και την Ήπειρο.Δυστυχώς δεν έγιναν τα πράγματα όπως προέβλεπε το συνέδριο.
Για δυο ακόμη χρόνια ο λαός του Άνω Ραδοβυζίου δεινοπάθησε από τους Τούρκους. Η ώρα της ελευθερίας θα έρθει για τα χωριά το 1881.