ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Όλοι μικροί μεγάλοι περίμεναν με ανυπομονησία τις γιορτές των Χριστουγέννων. Η έγνοια τους για τις γιορτές φαίνονταν μερικούς μήνες νωρίτερα. Οι περισσότερες οικογένειες αγόραζαν από τις αρχές του φθινοπώρου ή και νωρίτερα από ένα γουρουνόπουλο και το τάιζαν ό,τι υπήρχε στο σπίτι για να μεγαλώσει.
Τα Χριστούγεννα έτρωγαν το γουρουνόπουλο σε αντίθεση με το Πάσχα που έτρωγαν αρνί. Πριν από τα Χριστούγεννα άρχιζε η Σαρακοστή. Σε όλα τα σπίτια άρχιζε η νηστεία. Όλες τις μέρες οι νοικοκυρές μαγείρευαν νηστίσιμα φαγητά.
Τέσσερις μέρες πριν από τη μεγάλη γιορτή έσφαζαν τα γουρουνόπουλα. Οι γείτονες βοηθούσαν ο ένας τον άλλο γιατί ήταν δύσκολη δουλειά. Τα ζώα ήταν παχιά και δυνατά και χρειαζόταν 3 και 4 άντρες για να ακινητοποιήσουν το κάθε ζώο και ένας άλλος για να το σφάξει.
.
Το δέρμα του το έφτιαχναν σγαρόνια ( παπούτσια) όταν ήταν σκληρό. Όταν ήταν μαλακό το μαδούσαν, το έκοβαν μικρά κομματάκια, το καβούρδιζαν με τραχανά και το έφτιαχναν πίτα !
( έστρωναν ένα φύλλο στο ταψί , έριχναν τη γέμιση, από πάνω έστρωναν άλλο φύλλο, το ράντιζαν με νερό και έψηναν την πίτα).
Το κρέας το ξεχώριζαν από το λίπος. Το κρέας το αλάτιζαν και το κρατούσαν για όλες τις γιορτές. Δεν υπήρχαν ψυγεία για να διατηρηθεί και γι’ αυτό το κρεμούσαν στην αποθήκη από ένα ξύλο της στέγης. Ο καιρός ήταν κρύος , οι αποθήκες σχεδόν παγωμένες και έτσι το κρέας δεν πάθαινε τίποτε.
Το λίπος του γουρουνιού , τη «λίπα», όπως την έλεγαν, την έκοβαν μικρά κομματάκια και την έλιωναν στη φωτιά. Αφού έλιωνε ένα τμήμα από το λίπος έμεναν στο τηγάνι μικρά κομματάκια από λίπος και κρέας. Ήταν οι περίφημες « τσιγαρίδες», το αγαπημένο φαγητό μικρών και μεγάλων. Το υπόλοιπο λίπος το στράγγιζαν σε τενεκέδες και το χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν πίτες , τηγανίτες και μπουκουβάλα ή το άλειφαν πάνω σε φέτες ψωμιού.
Με τα έντερα του γουρουνιού έφτιαχναν λουκάνικα. Έκοβαν τα εντόσθια μικρά κομμάτια και αφού τα ανακάτευαν με ψιλοκομμένα κρεμμύδια , σκόρδα, μαϊντανό, ρίγανη και πράσα γέμιζαν με όλα αυτά τα έντερα. Τα τοποθετούσαν στο ταψί και τα έψηναν. Όλα αυτά τα μαγείρευαν τις μέρες των γιορτών και ποτέ πριν από αυτές.
Όταν ξημέρωναν τα Χριστούγεννα άναβαν μεγάλη φωτιά στο τζάκι. Ο αρχηγός της οικογένειας έκαιγε χλωρά κλαδιά δέντρων στη φωτιά και τότε πετάγονταν πολλές σπίθες. Ενώ οι σπίθες πετάγονταν έλεγε « αρνιά, κατσίκια, υγεία, σοδήματα, νύφες, γαμπροί , εγγόνια».
Όταν χτυπούσε η καμπάνα όλοι πήγαιναν στην εκκλησία. Μετά το τέλος της λειτουργίας όλοι οι χωριανοί αντάλλαζαν ευχές. Το μεσημέρι στο τραπέζι η κάθε οικογένεια έκοβε το Χριστόψωμο. Αυτό ήταν ζυμωμένο με άσπρο αλεύρι και πάνω είχε σχεδιασμένο ένα μεγάλο Σταυρό. Στη συνέχεια άρχιζε το φαγητό που φαινόταν ιδιαίτερα νόστιμο, γιατί είχε προηγηθεί η μεγάλη νηστεία.
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ - ΦΩΤΑ
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς το απόγευμα οι άντρες των πιο πολλών οικογενειών πήγαιναν στα καφενεία του χωριού και έπαιζαν χαρτιά. Τα χρήματα για την περίπτωση τα μάζευαν καιρό πριν. Τα παιχνίδια που συνήθιζαν να παίζουν εκείνες τις μέρες και που παίζουν ακόμη και σήμερα είναι το στούκι ( μια παραλλαγή της γνωστής 31ας), το ραμί, η πόκα και ο Θανάσης. Οι γυναίκες και τα παιδιά έμεναν στο σπίτι. Μέχρι τα μεσάνυχτα ελάχιστοι έμεναν ξάγρυπνοι. Έτσι ο καινούριος χρόνος έρχονταν χωρίς μεγάλη υποδοχή. Τον υποδέχονταν αυτοί που έπαιζαν χαρτιά με τουφεκιές.
Το πρωί της πρωτοχρονιάς οι γυναίκες έπαιρναν ψωμί, βούτυρο και τυρί και αφού πήγαιναν στη βρύση τα έτριβαν για να τρέχουν αυτά τα τρία καλά στο σπίτι όλη τη χρονιά όπως το νερό.
Αργότερα όλοι πήγαιναν στην εκκλησία. Εκείνη τη μέρα αφθονούσαν τα « υψώματα» γιατί τα ονόματα Βασίλης και Βασιλική ήταν πολύ διαδεδομένα
Το μεσημέρι στα σπίτια έκοβαν τη βασιλόπιτα. Αυτή την έκαναν από το κεφάλι του γουρουνιού. Έβραζαν το κεφάλι, έκοβαν το κρέας του μικρά κομματάκια και το έκαναν πίτα. Άλλοι την έφτιαχναν με τραχανά. Μέσα έβαζαν φύλλα από φιλίκι, πουρνάρι, αριά και ένα νόμισμα.
Την παραμονή των Φώτων ο ιερέας περνούσε σε όλα τα σπίτια του χωριού και έκανε αγιασμό. Τότε έλεγαν οι χωριανοί πως φεύγουν οι καλικάτζαροι. Την άλλη μέρα έπαιρναν από τη εκκλησία αγιασμένο νερό και ράντιζαν τα πάντα. Ράντιζαν τα ζώα, τα χωράφια, τα εργαλεία, και ό,τι άλλο άνηκε στην οικογένεια.
ΠΑΣΧΑ
Οι γιορτές ξεκινούσαν από το Σάββατο του Λαζάρου. Αυτή η μέρα ανήκε στα παιδιά.
Κρατώντας στο χέρι τους από ένα καλαθάκι στολισμένο με λουλούδια, περνούσαν στα σπίτια και έλεγαν.....
........το τραγούδι του Λαζάρου.
« Σήμερον έρχεται ο Χριστός
ο επουράνιος Θεός,
εν τη πόλει Βηθανία,
Μάρθα κλαίει και Μαρία,
Λάζαρον τον αδελφόν τους
τον γλυκύ και καρδιακόν τους.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την Τετάρτη
κίνησε ο Χριστός για να ’ρθει.
Τότε εβγήκε και η Μαρία
έξω από τη Βηθανία.
Κι εμπρός το γόνυ κλείνει
και τα πόδια Του φιλεί:
- Αν εδώ ήσουν ,Χριστέ μου,
δε θα πέθαινε ο αδελφός μου.
Μα και τώρα εγώ πιστεύω
και πολύ καλά το ξέρω,
ότι δύνασαι, αν θελήσεις
και νεκρούς να αναστήσεις.
- Έχεις πίστη βρε Μαρία,
άγομεν εις τα μνημεία.
Τότε ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει:
- Άδη, Τάρταρε και Χάρο
Λάζαρε ήρθα να σε πάρω.
Δεύρω έξω, Λάζαρέ μου,
Φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς από τον Άδη
ως εξής και ως σημάδι.
Λάζαρος απελυτρώθη
αναστήθη και εσηκώθη.
Ζωντανός σαβανωμένος
και με το κερί ζωσμένος.
Τότε η Μάρθα και η Μαρία,
τότε όλη η Βηθανία:
"Δόξα τω Θεώ"φωνάζουν
και το Λάζαρο εξετάζουν,
- Πες μας, Λάζαρε, τί είδες;
εις τον Άδη όπου επήγες;
- Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι.
της καρδίας, των χειλέων
και μη με ρωτάτε πλέον ».
Στη συνέχεια έλεγαν τραγούδια για τους ανθρώπους του σπιτιού. Για το νοικοκύρη έλεγαν:
« Εσένα πρέπει αφέντη μου
στα πεύκα να κοιμάσαι
με το’να χέρι να μετράς,
με τ’ άλλο να δανείζεις.
Ανάμεσα στην κάμαρη
χρυσή καντήλα ανάβεις
να φέγγει της κυρούλας σου
να στρώνει να κοιμάσαι,
να πέφτουν τ’ άνθη πάνω σας
τα μήλα στην ποδιά σας
κι αυτά τα κιτρολέμονα
τριγύρω στο λαιμό σας ».
ακολουθούσε το τραγούδι της νοικοκυράς:
« Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή
κυρά γαϊτανοφρύδα,
σαν έκαμες να στολιστείς
στην εκκλησιά να πάγεις,
βάζεις τον ήλιο πρόσωπο
και το φεγγάρι στήθη,
βάζεις και τον αυγερινό
κουμπί και δαχτυλίδι
και του κοράκου τα φτερά
βάζεις γαϊτανοφρύδι ».
αν η οικογένεια είχε ανύπαντρη κοπέλα της τραγουδούσαν:
« Σαδώ μαντίλια κρέμονται
σακεί μαντίλια σειούνται.
Έχουμε μια κόρη
που την παντρολογούμε.
-Πάρε κόρη μ’ το βασιλιά
πάρε κόρη μ’ το
ρήγα (=μοναχοπαίδι)
-Δεν θέλω εγώ τον βασιλιά
δεν θέλω εγώ τον ρήγα.
Θέλω το παπαδόπουλο
που’ναι γραμματισμένο.
Χίλιοι κρατούν το χαλινό
χίλιοι το χαλινάρι
κι αυτός δεν καταδέχεται
στη σκάλα να πατήσει ».
όταν στο σπίτι υπήρχε μοναχογιός έλεγαν:
« Κυρά μου τον εγιόκα σου
κυρά μ’ τον ακριβό σου,
στους βάλτους πιάνει τους λαγούς
στους κάμπους τα περδίκια
κι αυτού στα στριφολάγγαδα
πιάνει τρία
λαφομόσκια. (= τα μικρά του ελαφιού)
Το ’να το πει της μάνας του
τ’ άλλο της αδερφής του
το τρίτο το καλύτερο
της αγαπητικιάς του ».
στο μικρό παιδί της οικογένειας τραγουδούσαν:
« Ένα μικρό μικρούτσικο,
του βασιλιά τ’αγγόνι
τριγύρω γύρω έρχεται
βασιλικό μαζώνει
βασιλικό κι αμάραντο
τρία κλωνάρια μόσκο ».
Οι νοικοκυρές έδιναν σαν δώρο στα παιδιά αυγά.
Την Κυριακή των Βαΐων πήγαιναν όλοι στη εκκλησία για να πάρουν δάφνες από το χέρι του παπά. Τις δάφνες τις πήγαιναν στην εκκλησία οι νιόπαντρες γυναίκες. Φεύγοντας από αυτή και φτάνοντας στα σπίτια τους έβαζαν μία δάφνη στο εικονοστάσι, μία στην πόρτα του σπιτιού και μία στην πόρτα του στάβλου.
Από την Μ.Δευτέρα μέχρι την Μ.Τετάρτη γίνονταν το ασβέστωμα των σπιτιών. Σε όλες τις γειτονιές οι γυναίκες ήταν στο πόδι.
Την Μ.Πέμπτη όλοι πήγαιναν στην εκκλησία για να κοινωνήσουν. Αυτή η μέρα ήταν αφιερωμένη στις ψυχές των νεκρών. Όλες σχεδόν οι οικογένειες πήγαιναν στην εκκλησία κόλλυβα. Το απόγευμα της ίδιας μέρας έβαφαν τα αυγά κόκκινα.
Την Μ.Παρασκευή ξυπνούσαν από το πένθιμο χτύπημα της καμπάνας. Κανένας δεν δούλευε εκείνη την μέρα, οι γυναίκες δεν μαγείρευαν όπως κάθε μέρα. Το συνηθισμένο φαγητό εκείνης της μέρας ήταν η « σκαλτσούνα». Αυτή ήταν πίτα με λάχανα και αλεύρι χωρίς λάδι. Δεν έτρωγαν όλοι μαζί το μεσημέρι αλλά ο καθένας μόνος του. Το πρωί τα παιδιά κρατώντας καλαθάκια στολισμένα με μαύρα μαντήλια περνούσαν στα σπίτια και τραγουδούσαν τα « Πάθη του Κυρίου»:
« Κάτω στα Ιεροσόλυμα
στον τάφο του Κυρίου
εκεί δέντρο δεν ήτανε
και δέντρο εφυτρώθη.
Το δέντρο ήταν ο Χριστός
και ρίζα η Παναγία
κι αυτά τα ριζοκλώναρα
ήταν οι μάρτυρές του
που μαρτυρούσαν κι έλεγαν
τα πάθη του Κυρίου.
Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρη μέρα,
σήμερον όλοι χλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερον έβαλαν βουλή
οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά
κι οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν τον Χριστό
τον πάντα Βασιλέα.
Και Κύριος εθέλησε
να μπει σε περιβόλι
να λάβει Δείπνο Μυστικό,
να τον συλλάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα
καθόταν μοναχή Της
τας προσευχάς της έκανε
για Τον μονογενή Της.
- Σώνουν κυρά μου οι προσευχές ,
σώνουν και οι μετάνοιες
και Τον Υιόν σου πιάσανε
και στον φονιά Τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς
κι εκεί Τον τυραγνάνε.
Τετάρτη Τον επιάσανε
Πέμπτη Τον τυραγνάνε
Παρασκευή τ’ αποταχύ
πάνε να Τον σταυρώσουν.
- Χαλκιά χαλκιά ,φτιάσε καρφιά
φτιάσε τρία περόνια .
Και ’κείνος ο παράνομος
βάνει και φτιάνει πέντε.
- Συ παραγιέ που τα ’φτιασες
πρέπει να μας διατάξεις .
- Βάλτε τα δυο στα χέρια Του
τ’ άλλα τα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό
βάλτε το στην καρδιά Του ,
να τρέξει αίμα και νερό
να λιγωθεί η καρδιά Του.
Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε
εβρέθει λιγωμένη.
- Φέρτε μαχαίρια να σφαχτώ
φωτιά να πάω να πέσω.
Σε τί γκρεμό να γκρεμιστώ
για Τον Μονογενή μου ;
Στάμνα νερό Της ρίξανε
τρία κανάτια μούστο
και τρία με ροδόσταμνα
για να Της έρθει ο νους Της .
Όταν Της ήρθ’ ο λογισμός ,
όταν Της ήρθ’ ο νους Της
φωνή Της ήρθε εξ’ ουρανού
κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
-Λάβε Κυρά μου υπομονή,
λάβε Κυρά μου ανέχεια.
- Το πώς να λάβω υπομονή,
το πώς να λάβω ανέχεια
είχα υιό Μονογενή
κι Εκείνον σταυρωμένον.
Τον εσταυρώσαν τα σκυλιά
κι οι τρισκαταραμένοι.
Κι η Μάρθα κι η Μαγδαληνή
κι η μάνα του Λαζάρου
και του Ιακώβου η αδερφή
κι οι τέσσερις αντάμα
σαν πήραν το στρατί στρατί,
στρατί το μονοπάτι ,
το μονοπάτ’ τις έβγαλε
μεσ’ του ληστού την πόρτα .
- Άνοιξε πόρτα του ληστού
και πόρτα του Πιλάτου
κι η πόρτα απ’ το φόβο της
ανοίγει μοναχή της .
Κοιτάει δεξιά, κοιτάει ζερβά
κανένα δεν γνωρίζει.
Κοιτάει και δεξιότερα
και βλέπ’ τον Άη-Γιάννη.
- Αφέντη αη-Γιάννη Πρόδρομε
που βάφτισες Τον γιο μου
μην είδες τον υιόκα μου
Τον μένε Δάσκαλό σου;
- Δεν έχω χείλη να σου πω,
γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χειροπάλαμο
για να σου Τονε δείξω.
Βλέπεις εκείνο τον γυμνό
τον παραπονεμένο
όπου φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος ειν’ο γιόκας σου
και μένα ο Δάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε
γλυκά τον ερωτάει:
- Δε μου μιλάς παιδάκι μου,
δε μου μιλάς παιδί μου;
- Τί να σου πω μανούλα μου
που διάφορο δεν έχεις;
Μόνο το Μέγα Σάββατο
μετά το μεσονύχτι
που θα λαλήσει ο πετεινός
σημαίνουν τα ουράνια.
Σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά
το Μέγα Μοναστήρι
με τετρακόσια σήμαντρα
κι εξήντα δυο καμπάνες
κάθε καμπάνα και παπάς
κάθε παπάς και διάκος.
Όποιος τ’ ακούει σώζεται
κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το παρακουρμαστεί
Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο
από τον Άγιο Τάφο » .
Την ίδια μέρα τα αγόρια και τα κορίτσια του χωριού στόλιζαν τον Επιτάφιο.
Το βράδυ οι μανάδες περνούσαν τα παιδιά τους κάτω από Αυτόν για να μην αρρωσταίνουν.
Το Μ.Σάββατο οι άντρες έσφαζαν τα αρνιά για το φαγητό της Ανάστασης και των τριών άλλων ημερών.
Το βράδυ οι χωριανοί με τις άσπρες λαμπάδες στα χέρια τους μαζεύονταν στην εκκλησία για την Ανάσταση. Μετά το τέλος της λειτουργίας, έχοντας στα χέρια αναμμένες τις λαμπάδες με το Άγιο Φως, όλος ο κόσμος έβγαινε στο προαύλιο της εκκλησίας για να δημιουργήσουν τον «κύκλο της αγάπης».
«Ο κύκλος της αγάπης»
Καθένας που έβγαινε από την πόρτα εύχονταν «Χρόνια Πολλά» και έλεγε «Χριστός Ανέστη» σε όλους κατά μήκος του κύκλου, αφήνοντας στην άκρη τα μίση και την έχθρα.
Όποιος τελείωνε τον χαιρετισμό στέκονταν με τη σειρά του δίπλα στον τελευταίο του κύκλου. Με αυτό τον τρόπο ο κύκλος μεγάλωνε και έτσι όλοι στο τέλος έχουν ευχηθεί μεταξύ τους.
Το έθιμο αυτό διατηρείται και στις μέρες μας τόσο στην Ανάσταση και τις μεγάλες γιορτές , όσο και κατά το τέλος της Κυριακάτικης λειτουργίας. Στη συνέχεια,τα τελευταία χρόνια, μοιράζονται κόκκινα αυγά και πασχαλινά τσουρέκια και όλοι επιδίδονται με μανία στο τσούγκρισμα των αυγών !!
πυροτεχνήματα
Όλοι προσπαθούσαν να κρατήσουν αναμμένες τις λαμπάδες τους μέχρι να φτάσουν στα σπίτια τους. Εκεί σχημάτιζαν με τον καπνό από τη φλόγα τους ένα Σταυρό στην εξώπορτα και άναβαν και το καντήλι. Σε όλα τα σπίτια έτρωγαν μαγειρίτσα. Την πρώτη μέρα του Πάσχα οι οικογένειες έψηναν τα αρνιά στις αυλές των σπιτιών. Ήταν οικογενειακή γιορτή.
Το ψήσιμο του αρνιού
Την δεύτερη και τρίτη ημέρα γινόταν στα χωριά πανηγύρια. Όλοι μαζεύονταν στη πλατεία του χωριού ή στο προαύλιο της εκκλησίας και γλεντούσαν. Αν την δεύτερη μέρα γιορτάζονταν και η γιορτή του Αγίου Γεωργίου το πανηγύρι είχε άλλη χάρη.
Τότε τραγουδούσαν εκτός από τα άλλα και το παρακάτω τραγούδι :
« Μεσ’ τ’ Αη - Γιωργιού τους πλάτανους
γίνεται πανηγύρι.
Χορός εδώ, χορός εκεί
Όργανα και τραγούδια
Και χίλια ψένονται σφαχτά
σ’ όλο το πανηγύρι.
-Φάτε και πιέτε βρε παιδιά
χαρείτε να χαρούμε,
γλεντήστε τούτο το ντουνιά
του χρόνου ποιος το ξέρει
για ζούμε, για πεθαίνουμε
για σ’ άλλο κόσμο πάμε ».
Με γλέντι και χαρά περνούσαν οι μέρες του Πάσχα. Από το πρωί της άλλης μέρας άρχιζαν ξανά οι δουλειές για όλους.
ΕΘΙΜΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ
Η πρωτομαγιά ήταν η ημέρα της φύσης και των λουλουδιών. Ανήμερα οι γυναίκες έπλεκαν στεφάνια με αγριολούλουδα. Τα έδεναν τα λουλούδια με κόκκινη κλωστή και καθώς έπλεκαν τραγουδούσαν τραγούδια του Μάη και άλλα που μιλούσαν για κρίνα. Σας παρουσιάζουμε δυο σχετικά τραγούδια:
1ο
« τα λουλούδια σου Μάη μου
και τα κρίνα σου Μάη μου,
σινιάλο σου κάνουν
στο στεφάνι σου Μάη μου».
Όλοι μικροί μεγάλοι περίμεναν με ανυπομονησία τις γιορτές των Χριστουγέννων. Η έγνοια τους για τις γιορτές φαίνονταν μερικούς μήνες νωρίτερα. Οι περισσότερες οικογένειες αγόραζαν από τις αρχές του φθινοπώρου ή και νωρίτερα από ένα γουρουνόπουλο και το τάιζαν ό,τι υπήρχε στο σπίτι για να μεγαλώσει.
Τα Χριστούγεννα έτρωγαν το γουρουνόπουλο σε αντίθεση με το Πάσχα που έτρωγαν αρνί. Πριν από τα Χριστούγεννα άρχιζε η Σαρακοστή. Σε όλα τα σπίτια άρχιζε η νηστεία. Όλες τις μέρες οι νοικοκυρές μαγείρευαν νηστίσιμα φαγητά.
Τέσσερις μέρες πριν από τη μεγάλη γιορτή έσφαζαν τα γουρουνόπουλα. Οι γείτονες βοηθούσαν ο ένας τον άλλο γιατί ήταν δύσκολη δουλειά. Τα ζώα ήταν παχιά και δυνατά και χρειαζόταν 3 και 4 άντρες για να ακινητοποιήσουν το κάθε ζώο και ένας άλλος για να το σφάξει.
.
Το δέρμα του το έφτιαχναν σγαρόνια ( παπούτσια) όταν ήταν σκληρό. Όταν ήταν μαλακό το μαδούσαν, το έκοβαν μικρά κομματάκια, το καβούρδιζαν με τραχανά και το έφτιαχναν πίτα !
( έστρωναν ένα φύλλο στο ταψί , έριχναν τη γέμιση, από πάνω έστρωναν άλλο φύλλο, το ράντιζαν με νερό και έψηναν την πίτα).
Το κρέας το ξεχώριζαν από το λίπος. Το κρέας το αλάτιζαν και το κρατούσαν για όλες τις γιορτές. Δεν υπήρχαν ψυγεία για να διατηρηθεί και γι’ αυτό το κρεμούσαν στην αποθήκη από ένα ξύλο της στέγης. Ο καιρός ήταν κρύος , οι αποθήκες σχεδόν παγωμένες και έτσι το κρέας δεν πάθαινε τίποτε.
Το λίπος του γουρουνιού , τη «λίπα», όπως την έλεγαν, την έκοβαν μικρά κομματάκια και την έλιωναν στη φωτιά. Αφού έλιωνε ένα τμήμα από το λίπος έμεναν στο τηγάνι μικρά κομματάκια από λίπος και κρέας. Ήταν οι περίφημες « τσιγαρίδες», το αγαπημένο φαγητό μικρών και μεγάλων. Το υπόλοιπο λίπος το στράγγιζαν σε τενεκέδες και το χρησιμοποιούσαν για να φτιάχνουν πίτες , τηγανίτες και μπουκουβάλα ή το άλειφαν πάνω σε φέτες ψωμιού.
Με τα έντερα του γουρουνιού έφτιαχναν λουκάνικα. Έκοβαν τα εντόσθια μικρά κομμάτια και αφού τα ανακάτευαν με ψιλοκομμένα κρεμμύδια , σκόρδα, μαϊντανό, ρίγανη και πράσα γέμιζαν με όλα αυτά τα έντερα. Τα τοποθετούσαν στο ταψί και τα έψηναν. Όλα αυτά τα μαγείρευαν τις μέρες των γιορτών και ποτέ πριν από αυτές.
Όταν ξημέρωναν τα Χριστούγεννα άναβαν μεγάλη φωτιά στο τζάκι. Ο αρχηγός της οικογένειας έκαιγε χλωρά κλαδιά δέντρων στη φωτιά και τότε πετάγονταν πολλές σπίθες. Ενώ οι σπίθες πετάγονταν έλεγε « αρνιά, κατσίκια, υγεία, σοδήματα, νύφες, γαμπροί , εγγόνια».
Όταν χτυπούσε η καμπάνα όλοι πήγαιναν στην εκκλησία. Μετά το τέλος της λειτουργίας όλοι οι χωριανοί αντάλλαζαν ευχές. Το μεσημέρι στο τραπέζι η κάθε οικογένεια έκοβε το Χριστόψωμο. Αυτό ήταν ζυμωμένο με άσπρο αλεύρι και πάνω είχε σχεδιασμένο ένα μεγάλο Σταυρό. Στη συνέχεια άρχιζε το φαγητό που φαινόταν ιδιαίτερα νόστιμο, γιατί είχε προηγηθεί η μεγάλη νηστεία.
ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ - ΦΩΤΑ
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς το απόγευμα οι άντρες των πιο πολλών οικογενειών πήγαιναν στα καφενεία του χωριού και έπαιζαν χαρτιά. Τα χρήματα για την περίπτωση τα μάζευαν καιρό πριν. Τα παιχνίδια που συνήθιζαν να παίζουν εκείνες τις μέρες και που παίζουν ακόμη και σήμερα είναι το στούκι ( μια παραλλαγή της γνωστής 31ας), το ραμί, η πόκα και ο Θανάσης. Οι γυναίκες και τα παιδιά έμεναν στο σπίτι. Μέχρι τα μεσάνυχτα ελάχιστοι έμεναν ξάγρυπνοι. Έτσι ο καινούριος χρόνος έρχονταν χωρίς μεγάλη υποδοχή. Τον υποδέχονταν αυτοί που έπαιζαν χαρτιά με τουφεκιές.
Το πρωί της πρωτοχρονιάς οι γυναίκες έπαιρναν ψωμί, βούτυρο και τυρί και αφού πήγαιναν στη βρύση τα έτριβαν για να τρέχουν αυτά τα τρία καλά στο σπίτι όλη τη χρονιά όπως το νερό.
Αργότερα όλοι πήγαιναν στην εκκλησία. Εκείνη τη μέρα αφθονούσαν τα « υψώματα» γιατί τα ονόματα Βασίλης και Βασιλική ήταν πολύ διαδεδομένα
Το μεσημέρι στα σπίτια έκοβαν τη βασιλόπιτα. Αυτή την έκαναν από το κεφάλι του γουρουνιού. Έβραζαν το κεφάλι, έκοβαν το κρέας του μικρά κομματάκια και το έκαναν πίτα. Άλλοι την έφτιαχναν με τραχανά. Μέσα έβαζαν φύλλα από φιλίκι, πουρνάρι, αριά και ένα νόμισμα.
Την παραμονή των Φώτων ο ιερέας περνούσε σε όλα τα σπίτια του χωριού και έκανε αγιασμό. Τότε έλεγαν οι χωριανοί πως φεύγουν οι καλικάτζαροι. Την άλλη μέρα έπαιρναν από τη εκκλησία αγιασμένο νερό και ράντιζαν τα πάντα. Ράντιζαν τα ζώα, τα χωράφια, τα εργαλεία, και ό,τι άλλο άνηκε στην οικογένεια.
ΠΑΣΧΑ
Οι γιορτές ξεκινούσαν από το Σάββατο του Λαζάρου. Αυτή η μέρα ανήκε στα παιδιά.
Κρατώντας στο χέρι τους από ένα καλαθάκι στολισμένο με λουλούδια, περνούσαν στα σπίτια και έλεγαν.....
........το τραγούδι του Λαζάρου.
« Σήμερον έρχεται ο Χριστός
ο επουράνιος Θεός,
εν τη πόλει Βηθανία,
Μάρθα κλαίει και Μαρία,
Λάζαρον τον αδελφόν τους
τον γλυκύ και καρδιακόν τους.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την Τετάρτη
κίνησε ο Χριστός για να ’ρθει.
Τότε εβγήκε και η Μαρία
έξω από τη Βηθανία.
Κι εμπρός το γόνυ κλείνει
και τα πόδια Του φιλεί:
- Αν εδώ ήσουν ,Χριστέ μου,
δε θα πέθαινε ο αδελφός μου.
Μα και τώρα εγώ πιστεύω
και πολύ καλά το ξέρω,
ότι δύνασαι, αν θελήσεις
και νεκρούς να αναστήσεις.
- Έχεις πίστη βρε Μαρία,
άγομεν εις τα μνημεία.
Τότε ο Χριστός δακρύζει
και τον Άδη φοβερίζει:
- Άδη, Τάρταρε και Χάρο
Λάζαρε ήρθα να σε πάρω.
Δεύρω έξω, Λάζαρέ μου,
Φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς από τον Άδη
ως εξής και ως σημάδι.
Λάζαρος απελυτρώθη
αναστήθη και εσηκώθη.
Ζωντανός σαβανωμένος
και με το κερί ζωσμένος.
Τότε η Μάρθα και η Μαρία,
τότε όλη η Βηθανία:
"Δόξα τω Θεώ"φωνάζουν
και το Λάζαρο εξετάζουν,
- Πες μας, Λάζαρε, τί είδες;
εις τον Άδη όπου επήγες;
- Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι.
της καρδίας, των χειλέων
και μη με ρωτάτε πλέον ».
Στη συνέχεια έλεγαν τραγούδια για τους ανθρώπους του σπιτιού. Για το νοικοκύρη έλεγαν:
« Εσένα πρέπει αφέντη μου
στα πεύκα να κοιμάσαι
με το’να χέρι να μετράς,
με τ’ άλλο να δανείζεις.
Ανάμεσα στην κάμαρη
χρυσή καντήλα ανάβεις
να φέγγει της κυρούλας σου
να στρώνει να κοιμάσαι,
να πέφτουν τ’ άνθη πάνω σας
τα μήλα στην ποδιά σας
κι αυτά τα κιτρολέμονα
τριγύρω στο λαιμό σας ».
ακολουθούσε το τραγούδι της νοικοκυράς:
« Κυρά ψηλή, κυρά λιγνή
κυρά γαϊτανοφρύδα,
σαν έκαμες να στολιστείς
στην εκκλησιά να πάγεις,
βάζεις τον ήλιο πρόσωπο
και το φεγγάρι στήθη,
βάζεις και τον αυγερινό
κουμπί και δαχτυλίδι
και του κοράκου τα φτερά
βάζεις γαϊτανοφρύδι ».
αν η οικογένεια είχε ανύπαντρη κοπέλα της τραγουδούσαν:
« Σαδώ μαντίλια κρέμονται
σακεί μαντίλια σειούνται.
Έχουμε μια κόρη
που την παντρολογούμε.
-Πάρε κόρη μ’ το βασιλιά
πάρε κόρη μ’ το
ρήγα (=μοναχοπαίδι)
-Δεν θέλω εγώ τον βασιλιά
δεν θέλω εγώ τον ρήγα.
Θέλω το παπαδόπουλο
που’ναι γραμματισμένο.
Χίλιοι κρατούν το χαλινό
χίλιοι το χαλινάρι
κι αυτός δεν καταδέχεται
στη σκάλα να πατήσει ».
όταν στο σπίτι υπήρχε μοναχογιός έλεγαν:
« Κυρά μου τον εγιόκα σου
κυρά μ’ τον ακριβό σου,
στους βάλτους πιάνει τους λαγούς
στους κάμπους τα περδίκια
κι αυτού στα στριφολάγγαδα
πιάνει τρία
λαφομόσκια. (= τα μικρά του ελαφιού)
Το ’να το πει της μάνας του
τ’ άλλο της αδερφής του
το τρίτο το καλύτερο
της αγαπητικιάς του ».
στο μικρό παιδί της οικογένειας τραγουδούσαν:
« Ένα μικρό μικρούτσικο,
του βασιλιά τ’αγγόνι
τριγύρω γύρω έρχεται
βασιλικό μαζώνει
βασιλικό κι αμάραντο
τρία κλωνάρια μόσκο ».
Οι νοικοκυρές έδιναν σαν δώρο στα παιδιά αυγά.
Την Κυριακή των Βαΐων πήγαιναν όλοι στη εκκλησία για να πάρουν δάφνες από το χέρι του παπά. Τις δάφνες τις πήγαιναν στην εκκλησία οι νιόπαντρες γυναίκες. Φεύγοντας από αυτή και φτάνοντας στα σπίτια τους έβαζαν μία δάφνη στο εικονοστάσι, μία στην πόρτα του σπιτιού και μία στην πόρτα του στάβλου.
Από την Μ.Δευτέρα μέχρι την Μ.Τετάρτη γίνονταν το ασβέστωμα των σπιτιών. Σε όλες τις γειτονιές οι γυναίκες ήταν στο πόδι.
Την Μ.Πέμπτη όλοι πήγαιναν στην εκκλησία για να κοινωνήσουν. Αυτή η μέρα ήταν αφιερωμένη στις ψυχές των νεκρών. Όλες σχεδόν οι οικογένειες πήγαιναν στην εκκλησία κόλλυβα. Το απόγευμα της ίδιας μέρας έβαφαν τα αυγά κόκκινα.
Την Μ.Παρασκευή ξυπνούσαν από το πένθιμο χτύπημα της καμπάνας. Κανένας δεν δούλευε εκείνη την μέρα, οι γυναίκες δεν μαγείρευαν όπως κάθε μέρα. Το συνηθισμένο φαγητό εκείνης της μέρας ήταν η « σκαλτσούνα». Αυτή ήταν πίτα με λάχανα και αλεύρι χωρίς λάδι. Δεν έτρωγαν όλοι μαζί το μεσημέρι αλλά ο καθένας μόνος του. Το πρωί τα παιδιά κρατώντας καλαθάκια στολισμένα με μαύρα μαντήλια περνούσαν στα σπίτια και τραγουδούσαν τα « Πάθη του Κυρίου»:
« Κάτω στα Ιεροσόλυμα
στον τάφο του Κυρίου
εκεί δέντρο δεν ήτανε
και δέντρο εφυτρώθη.
Το δέντρο ήταν ο Χριστός
και ρίζα η Παναγία
κι αυτά τα ριζοκλώναρα
ήταν οι μάρτυρές του
που μαρτυρούσαν κι έλεγαν
τα πάθη του Κυρίου.
Σήμερον μαύρος ουρανός,
σήμερον μαύρη μέρα,
σήμερον όλοι χλίβονται
και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερον έβαλαν βουλή
οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά
κι οι τρισκαταραμένοι
για να σταυρώσουν τον Χριστό
τον πάντα Βασιλέα.
Και Κύριος εθέλησε
να μπει σε περιβόλι
να λάβει Δείπνο Μυστικό,
να τον συλλάβουν όλοι.
Κι η Παναγιά η Δέσποινα
καθόταν μοναχή Της
τας προσευχάς της έκανε
για Τον μονογενή Της.
- Σώνουν κυρά μου οι προσευχές ,
σώνουν και οι μετάνοιες
και Τον Υιόν σου πιάσανε
και στον φονιά Τον πάνε
και στου Πιλάτου τας αυλάς
κι εκεί Τον τυραγνάνε.
Τετάρτη Τον επιάσανε
Πέμπτη Τον τυραγνάνε
Παρασκευή τ’ αποταχύ
πάνε να Τον σταυρώσουν.
- Χαλκιά χαλκιά ,φτιάσε καρφιά
φτιάσε τρία περόνια .
Και ’κείνος ο παράνομος
βάνει και φτιάνει πέντε.
- Συ παραγιέ που τα ’φτιασες
πρέπει να μας διατάξεις .
- Βάλτε τα δυο στα χέρια Του
τ’ άλλα τα δυο στα πόδια,
το πέμπτο το φαρμακερό
βάλτε το στην καρδιά Του ,
να τρέξει αίμα και νερό
να λιγωθεί η καρδιά Του.
Κι η Παναγιά σαν τ’ άκουσε
εβρέθει λιγωμένη.
- Φέρτε μαχαίρια να σφαχτώ
φωτιά να πάω να πέσω.
Σε τί γκρεμό να γκρεμιστώ
για Τον Μονογενή μου ;
Στάμνα νερό Της ρίξανε
τρία κανάτια μούστο
και τρία με ροδόσταμνα
για να Της έρθει ο νους Της .
Όταν Της ήρθ’ ο λογισμός ,
όταν Της ήρθ’ ο νους Της
φωνή Της ήρθε εξ’ ουρανού
κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα:
-Λάβε Κυρά μου υπομονή,
λάβε Κυρά μου ανέχεια.
- Το πώς να λάβω υπομονή,
το πώς να λάβω ανέχεια
είχα υιό Μονογενή
κι Εκείνον σταυρωμένον.
Τον εσταυρώσαν τα σκυλιά
κι οι τρισκαταραμένοι.
Κι η Μάρθα κι η Μαγδαληνή
κι η μάνα του Λαζάρου
και του Ιακώβου η αδερφή
κι οι τέσσερις αντάμα
σαν πήραν το στρατί στρατί,
στρατί το μονοπάτι ,
το μονοπάτ’ τις έβγαλε
μεσ’ του ληστού την πόρτα .
- Άνοιξε πόρτα του ληστού
και πόρτα του Πιλάτου
κι η πόρτα απ’ το φόβο της
ανοίγει μοναχή της .
Κοιτάει δεξιά, κοιτάει ζερβά
κανένα δεν γνωρίζει.
Κοιτάει και δεξιότερα
και βλέπ’ τον Άη-Γιάννη.
- Αφέντη αη-Γιάννη Πρόδρομε
που βάφτισες Τον γιο μου
μην είδες τον υιόκα μου
Τον μένε Δάσκαλό σου;
- Δεν έχω χείλη να σου πω,
γλώσσα να σου μιλήσω,
δεν έχω χειροπάλαμο
για να σου Τονε δείξω.
Βλέπεις εκείνο τον γυμνό
τον παραπονεμένο
όπου φορεί στην κεφαλή
αγκάθινο στεφάνι;
Εκείνος ειν’ο γιόκας σου
και μένα ο Δάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε
γλυκά τον ερωτάει:
- Δε μου μιλάς παιδάκι μου,
δε μου μιλάς παιδί μου;
- Τί να σου πω μανούλα μου
που διάφορο δεν έχεις;
Μόνο το Μέγα Σάββατο
μετά το μεσονύχτι
που θα λαλήσει ο πετεινός
σημαίνουν τα ουράνια.
Σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά
το Μέγα Μοναστήρι
με τετρακόσια σήμαντρα
κι εξήντα δυο καμπάνες
κάθε καμπάνα και παπάς
κάθε παπάς και διάκος.
Όποιος τ’ ακούει σώζεται
κι όποιος το λέει αγιάζει
κι όποιος το παρακουρμαστεί
Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο
από τον Άγιο Τάφο » .
Την ίδια μέρα τα αγόρια και τα κορίτσια του χωριού στόλιζαν τον Επιτάφιο.
Το βράδυ οι μανάδες περνούσαν τα παιδιά τους κάτω από Αυτόν για να μην αρρωσταίνουν.
Το Μ.Σάββατο οι άντρες έσφαζαν τα αρνιά για το φαγητό της Ανάστασης και των τριών άλλων ημερών.
Το βράδυ οι χωριανοί με τις άσπρες λαμπάδες στα χέρια τους μαζεύονταν στην εκκλησία για την Ανάσταση. Μετά το τέλος της λειτουργίας, έχοντας στα χέρια αναμμένες τις λαμπάδες με το Άγιο Φως, όλος ο κόσμος έβγαινε στο προαύλιο της εκκλησίας για να δημιουργήσουν τον «κύκλο της αγάπης».
«Ο κύκλος της αγάπης»
Καθένας που έβγαινε από την πόρτα εύχονταν «Χρόνια Πολλά» και έλεγε «Χριστός Ανέστη» σε όλους κατά μήκος του κύκλου, αφήνοντας στην άκρη τα μίση και την έχθρα.
Όποιος τελείωνε τον χαιρετισμό στέκονταν με τη σειρά του δίπλα στον τελευταίο του κύκλου. Με αυτό τον τρόπο ο κύκλος μεγάλωνε και έτσι όλοι στο τέλος έχουν ευχηθεί μεταξύ τους.
Το έθιμο αυτό διατηρείται και στις μέρες μας τόσο στην Ανάσταση και τις μεγάλες γιορτές , όσο και κατά το τέλος της Κυριακάτικης λειτουργίας. Στη συνέχεια,τα τελευταία χρόνια, μοιράζονται κόκκινα αυγά και πασχαλινά τσουρέκια και όλοι επιδίδονται με μανία στο τσούγκρισμα των αυγών !!
πυροτεχνήματα
Όλοι προσπαθούσαν να κρατήσουν αναμμένες τις λαμπάδες τους μέχρι να φτάσουν στα σπίτια τους. Εκεί σχημάτιζαν με τον καπνό από τη φλόγα τους ένα Σταυρό στην εξώπορτα και άναβαν και το καντήλι. Σε όλα τα σπίτια έτρωγαν μαγειρίτσα. Την πρώτη μέρα του Πάσχα οι οικογένειες έψηναν τα αρνιά στις αυλές των σπιτιών. Ήταν οικογενειακή γιορτή.
Το ψήσιμο του αρνιού
Την δεύτερη και τρίτη ημέρα γινόταν στα χωριά πανηγύρια. Όλοι μαζεύονταν στη πλατεία του χωριού ή στο προαύλιο της εκκλησίας και γλεντούσαν. Αν την δεύτερη μέρα γιορτάζονταν και η γιορτή του Αγίου Γεωργίου το πανηγύρι είχε άλλη χάρη.
Τότε τραγουδούσαν εκτός από τα άλλα και το παρακάτω τραγούδι :
« Μεσ’ τ’ Αη - Γιωργιού τους πλάτανους
γίνεται πανηγύρι.
Χορός εδώ, χορός εκεί
Όργανα και τραγούδια
Και χίλια ψένονται σφαχτά
σ’ όλο το πανηγύρι.
-Φάτε και πιέτε βρε παιδιά
χαρείτε να χαρούμε,
γλεντήστε τούτο το ντουνιά
του χρόνου ποιος το ξέρει
για ζούμε, για πεθαίνουμε
για σ’ άλλο κόσμο πάμε ».
Με γλέντι και χαρά περνούσαν οι μέρες του Πάσχα. Από το πρωί της άλλης μέρας άρχιζαν ξανά οι δουλειές για όλους.
ΕΘΙΜΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑΣ
Η πρωτομαγιά ήταν η ημέρα της φύσης και των λουλουδιών. Ανήμερα οι γυναίκες έπλεκαν στεφάνια με αγριολούλουδα. Τα έδεναν τα λουλούδια με κόκκινη κλωστή και καθώς έπλεκαν τραγουδούσαν τραγούδια του Μάη και άλλα που μιλούσαν για κρίνα. Σας παρουσιάζουμε δυο σχετικά τραγούδια:
1ο
« τα λουλούδια σου Μάη μου
και τα κρίνα σου Μάη μου,
σινιάλο σου κάνουν
στο στεφάνι σου Μάη μου».
2ο
« Εχάραξε η αυγή
κι ο ήλιος ανατέλλει
και κόκκινα τριαντάφυλλα
στολίζουν τα στεφάνια.
Τα χελιδόνια γλυκά-γλυκά
της άνοιξης καμάρια
στεφάνια πλέκουν κι αυτά
τις πόρτες να στολίσουν».
Τα στεφάνια τα κρεμούσαν στις εξώπορτες. Το πρωί της ίδιας μέρας οι ανύπαντρες κοπέλες έβγαζαν τα ρούχα του σπιτιού και τα ρούχα της προίκας τους έξω και τα άπλωναν όλη μέρα στον ήλιο. Παντού ακούγονταν τραγούδια και γέλια αυτή τη μέρα.