κυρία Μπόνιου - Τσούφη Αικατερίνη, για την ανεκτίμητη συμβολή της στη συγγραφή αυτής της πραγματείας.
Η βαθιά της γνώση, η ακαδημαϊκή της προσέγγιση, η εντρύφηση της στην επιστήμη της Ιστορίας και η αξιοποίηση έγκυρης βιβλιογραφίας, υπήρξαν καθοριστικά για την ακρίβεια, την τεκμηρίωση, και την πληρότητα της αφήγησης.
Χάρη στη δική της υποστήριξη, το παρόν σύγγραμμα αποκτά την επιστημονική εγκυρότητα που απαιτεί ένα τόσο σημαντικό ιστορικό γεγονός όπως είναι η Επανάσταση του Ραδοβιζίου το 1854.
Με τη Σύμβαση του Λονδίνου το 1832 αποφασίστηκε η διεύρυνση των συνόρων. Το νέο κράτος περιλάμβανε την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, τις Κυκλάδες, την Εύβοια και τις Σποράδες. Η Ήπειρος έμεινε έξω από το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Ήταν, λοιπόν, φυσικό να προσβλέπει πάντοτε προς την ελεύθερη πατρίδα και να αγωνίζεται για την ένωσή της με αυτή. Εμπνευστής στους νέους αγώνες των Ηπειρωτών στάθηκε, ως έναν βαθμό, η Μεγάλη Ιδέα**, την υλοποίηση της οποίας αγωνίζονταν να πετύχουν οι Ηπειρώτες, εκμεταλλευόμενοι τις ευκαιρίες που παρουσιάζονταν σε κάθε σοβαρή κρίση του Ανατολικού Ζητήματος *.
Στις επαρχίες της Άρτας** οι κάτοικοι εξακολουθούσαν να υπομένουν όλες τις ταπεινώσεις και τους εξευτελισμούς που τους επέβαλε ο κατακτητής και ήταν αναγκασμένοι να πληρώνουν βαριά φορολογία, που γινόταν όλο και περισσότερο αβάστακτη .
Οι Χριστιανοί, ιδίως των επαρχιών του Ραδοβιζίου*** και των Τζουμέρκων ταλαιπωρούνταν ιδιαίτερα από τους εξοντωτικούς φόρους . Κάθε χρόνο η καθεμία μη μουσουλμανική οικογένεια έπρεπε να καταβάλει το μουχτού, δηλαδή 60 γρόσια. Υπήρχε ακόμη το χαράτσι - 60 γρόσια για κάθε άντρα και 30 για κάθε αρσενικό παιδί κάτω των 14 χρόνων. Καθιερώθηκε και ένας νέος φόρος, το ρεδίφς και κάθε οικογένεια έπρεπε να πληρώνει 35 γρόσια για τον μισθό των χωροφυλάκων και των στρατιωτικών αποσπασμάτων.
Από το 1841 επιβλήθηκαν νέοι φόροι, η δεκάτη για τα γεωργικά προϊόντα, ο τζελέπη - ποιμενικός φόρος και ο τατζόν, φόρος για τα αλιεύματα. Εκτός από τα χρηματικά ποσά που έπρεπε να καταβάλουν οι Χριστιανοί στην τουρκική διοίκηση, ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν δωρεάν τροφή και περιποίηση στους Τούρκους στρατιώτες, τους αξιωματικούς και τους διαφόρους υπαλλήλους.
*Πρωτόκολλο της Ανεξαρτησίας: Ήταν η πρώτη διπλωματική πράξη που υπογράφτηκε από τις Μεγάλες Δυνάμεις και την Οθωμανική Αυτοκρατορία και αναγνώριζε την ύπαρξη ανεξάρτητου ελληνικού κράτους. Σύμφωνα με αυτό η ελληνική επικράτεια θα περιελάμβανε τα εδάφη που βρίσκονταν νότια της γραμμής που ενώνει τους ποταμούς Αχελώο και Σπερχειό .
**Μεγάλη Ιδέα: Ονομάστηκε η εθνική ιδεολογία του ελληνισμού κατά την περίοδο 1840-1922. Για τους Έλληνες της ελεύθερης πατρίδας σήμαινε την επιθυμία να ελευθερώσουν κάποια μέρα τους αλύτρωτους αδελφούς, που ζούσαν τότε σε τουρκοκρατούμενες ακόμη ελληνικές περιοχές (Ήπειρος, Θεσσαλία, Μακεδονία, Θράκη, νησιά του Αιγαίου, Κρήτη). Για τους Έλληνες που ζούσαν στις αλύτρωτες περιοχές σήμαινε την επιθυμία της ένωσης με το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Τυπικά η γέννηση της συνδέεται με την αγόρευση του Κωλέττη στη βουλή τον Ιανουάριο του 1844. Ο μεγάλος και τελευταίος εκφραστής της υπήρξε ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η Συνθήκη των Σεβρών (1920) έφερε πολύ κοντά στην πραγματοποίησή της. Η Συνθήκη της Λοζάνης (1923) την τερμάτισε οριστικά.
*Ανατολικό Ζητημα. Είναι το ζήτημα της διανομής των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε αρχίσει να παρακμάζει από τον 18° αιώνα.
**Στην Άρτα υπάγονταν τα διαμερίσματα: Πόλεως, Βρύσης, Πεδιάδος, Ραδοβιζίου, Τζουμέρκων και Καρβασαρά.
***Ραδοβίζι ή Ραδοβίζια ονομάζεται η περιοχή που βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού Άρτας. Συνορεύει βόρεια με τον νομό Τρικάλων και την περιοχή των Τζουμέρκων, νότια με την επαρχία Βάλτου του νομού Αιτωλοακαρνανίας, ανατολικά χωρίζεται από τον νομό Καρδίτσας με τον ποταμό Αχελώο και δυτικά συνορεύει με το υπόλοιπο τμήμα του νομού Άρτας .
Το 1853, η περιφέρεια της Άρτας ατύχησε να έχει για διοικητή της τον Σουλεϊμάν μπέη Φράσαρη, ο οποίος για τα έξοδα ενός σώματος από 800 άντρες, που διατηρούσε, επέβαλε νέους φόρους στους Χριστιανούς κατοίκους της δικαιοδοσίας του.
Τον Οκτώβριο του 1853, ξέσπασε ο Κριμαϊκός πόλεμος*. Ο ανταγωνισμός Ρωσίας - Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση στους Έλληνες, οι οποίοι διέβλεπαν ότι η διένεξη αυτή ίσως να βοηθούσε τα ελληνικά όνειρα για την πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας. Οι προαιώνιοι θρύλοι για τη λύτρωση του ελληνισμού από το ξανθό γένος, και οι ρωσικές ανεπίσημες παροτρύνσεις, είχαν ενθουσιάσει και κινητοποιήσει ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινής γνώμης. Τις ελπίδες αυτές και τον λαϊκό πόθο για εθνική αποκατάσταση ενστερνίζονταν πρώτοι από όλους ο βασιλιάς Όθων και η βασίλισσα Αμαλία, που είχαν γαλουχηθεί με τη Μεγάλη Ιδέα.
Έτσι ο Όθωνας:
• Με απεσταλμένους, με εγκυκλίους και επιστολές ξύπνησε τον πατριωτισμό των ομογενών εκτός Ελλάδας.
• Με μυστικούς εράνους ανάμεσα στους πλούσιους Έλληνες εμπόρους της Μασσαλίας, της Βιέννης και της Τεργέστης φρόντιζε για τη συγκέντρωση χρημάτων με σκοπό να αγοραστούν όπλα και πολεμοφόδια για να χρησιμοποιηθούν σε μια πιθανή εξέγερση.
• Ήρθε σε επαφή με ανώτερους αξιωματικούς και μερίμνησε για τη συγκέντρωση όπλων και εφοδίων στις παραμεθόριες περιοχές.
• Επιδόθηκε σε μια μυστική προετοιμασία, προκειμένου να μη φανεί απροετοίμαστο το ελληνικό κράτος για τα γεγονότα που θα επακολουθούσαν.
Κριμαϊκός πόλεμος: Το φθινόπωρο του 1853 ξέσπασε ο Κριμαϊκός πόλεμος. Αυτός εντάσσεται στη σειρά των ρωσοτουρκικών συγκρούσεων που διεξήχθησαν από τον 17° ως τον 19° αιώνα. Μετά τη διακοπή των ρωσοτουρκικών σχέσεων, ένας πολεμικός πυρετός συνεπήρε τον υπόδουλο Ελληνισμό, που πίστεψε ότι ήρθε η ώρα για την πραγμάτωση των εθνικών πόθων που θα οδηγούσαν στην απελευθέρωση των τουρκοκρατούμενων ακόμη περιοχών της Ελλάδας .Έτσι, θα εκδηλωθούν επαναστατικά κινήματα στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Η Αμαλία ενθάρρυνε τον Όθωνα να ηγηθεί της εξέγερσης. Όταν ο υπουργός της Δικαιοσύνης μίλησε στον βασιλιά για τους κινδύνους που συνεπαγόταν ένα τέτοιο εγχείρημα, η βασίλισσα παρενέβη λέγοντας: « Οι Έλληνες της Ελευθέρας Ελλάδος, κύριε υπουργέ, οφείλουν να συνεχίσουν το έργον των πατέρων των. Ο δε Βασιλεύς της 'Ελλάδος είναι υποχρεωμένος να υποβληθή εις οιανδήποτε θυσίαν και μέχρις αυτής, ακόμη της ζωής του».
Η Αμαλία είχε παθιαστεί με την επανάσταση. Ύψωνε τη φωνή της, χειρονομούσε έντονα και κοκκίνιζε, όταν μιλούσε για την υπόθεση αυτή. Διεκήρυσσε μάλιστα ανοιχτά την άποψη ότι: « ...το μόνον σωτήριον δια την ελληνικήν κυβέρνησιν, το έθνος καί το μέλλον του, είναι να προχωρήση, να ανάψη η επανάστασις»
Η αρθρογραφία του αθηναϊκού Τύπου ήταν εξαιρετικά φιλοπόλεμη και επιθετική των Τούρκων, ενώ σημαντικές προσωπικότητες προετοίμαζαν μυστικά την εξέγερση, συγκεντρώνοντας πολεμικό υλικό.
Η εμφάνιση των αποσπασμάτων έφερε τους ορεινούς πληθυσμούς σε πλήρη απόγνωση. Τότε, 220 οικογένειες του Ραδοβιζίου επιχείρησαν να διαβούν τα σύνορα και να περάσουν στην ελεύθερη Ελλάδα. Οι περισσότεροι τα κατάφεραν, ενώ οι υπόλοιποι επέστρεφαν αφού οι κατακτητές υποσχέθηκαν να μην τους καταδιώξουν.
Ενώ οι τουρκικές δυνάμεις ήταν στο Ραδοβίζι αντέδρασαν οι υπομίσθιοι της περιοχής. ( Αυτοί ήταν Χριστιανοί που συγκροτούσαν μικρές ομάδες ενόπλων ανδρών με αντιμισθία, για να βοηθούν τα τουρκικά αποσπάσματα στο έργο της τάξης, καθώς στην περιοχή είχαν εισδύσει ληστρικά σώματα κυνηγημένα από την ελεύθερη Ελλάδα.
Οι σχέσεις μεταξύ υπομισθίων και Φράσαρη δεν ήταν πάντοτε καλές. Το 1853 η κατάσταση επιδεινώθηκε με αφορμή την καθυστέρηση πληρωμής των μισθών τους. Καθημερινά τα πνεύματα οξύνονταν ακόμη περισσότερο, επειδή οι Τούρκοι πίστευαν ότι οι υπομίσθιοι υποβοηθούσαν την προετοιμαζόμενη εξέγερση των κατοίκων.
Ο Φράσαρης για να τους υποχρεώσει να εμφανιστούν μπροστά του, δέχτηκε να πληρώσει τον Δεκέμβριο τους καθυστερημένους μισθούς. Πολλοί όμως, όπως οι Σκαλτσογιάννης, Κατσικογιάννης και Τσιγαρίδας, επειδή φοβήθηκαν τυχόν παγίδα, δεν παρουσιάστηκαν και ο Φράσαρης τους απέλυσε. Οι υπομίσθιοι διέκοψαν τότε κάθε επαφή μαζί του και τον απείλησαν ότι, αν δεν αποχωρούσαν από την περιοχή του Ραδοβιζίου τα τουρκικά αποσπάσματα που είχαν σταλεί για την είσπραξη των φόρων, και αν ο ίδιος δεν πλήρωνε τα οφειλόμενα, ήταν αποφασισμένοι να πυρπολήσουν στην πεδιάδα όσα χωριά μπορούσαν.
Για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση, η τουρκική διοίκηση των Ιωαννίνων απέστειλε στρατιωτική δύναμη για να ενισχύσει τα αποσπάσματα του Φράσαρη. Οι συγκρούσεις κράτησαν μέχρι τις 23 Δεκεμβρίου και ήταν νικηφόρες για τις δυνάμεις των υπομισθίων. Οι Σκαλτσογιάννης, Κατσικογιάννης, Τσιγαρίδας και άλλοι αρχίζουν τότε να συγκροτούν τον πυρήνα του επαναστατικού στρατού του Ραδοβιζίου, υψώνουν σημαία υπό την οποία σπεύδουν να καταταγούν οι Ραδοβιζινοί.
Με διακήρυξή καλούν τους κατοίκους της περιοχής να συγκεντρωθούν στο χωριό Μπότση (Μεγαλόχαρη) στις 15 Ιανουαρίου 1854 για να αποφασίσουν για την έναρξη και τον συντονισμό του αγώνα.
Το πρωί της 15ης Ιανουαρίου στην παλιά Μονή των Γενεθλίων της Θεοτόκου συγκεντρώθηκαν πρόκριτοι και λαός και άκουσαν από τους αρχηγούς του κινήματος τους σκοπούς του αγώνα. Ύψωσαν γαλάζια σημαία που τη χώριζε ένας λευκός σταυρός. Στη μέση του σταυρού υπήρχε η επιγραφή «εν τούτω νίκα», ενώ από τη μία και την άλλη πλευρά ήταν γραμμένο «Ελευθερία η Θάνατος».Στη συνέχεια, 450 άντρες περίπου, ορκίστηκαν κατά ομάδες μέσα στον ναό στο Ιερό Ευαγγέλιο .
Ο όρκος ήταν ο εξής:
« Ορκίζομαι εις το ιερόν Ευαγγέλιον, εις την Αγίαν Τριάδα καί τον Εσταυρωμένον, ότι λαμβάνων εις χείρας τα όπλα δεν θέλω καταθέσει αυτά, ειμή αφού αποδιώξω τους τυράννους μου Οσμανλίδας από την γην των πατέρων μου αποκαθιστών ελευθέραν την πατρίδα μου. 'Ορκίζομαι προσέτι εις τον Ύψιστον ότι θέλω υπερασπίζεσθαι την σημαίαν καί τους συντρόφους μου, χύνων αν η χρεία το καλέσει και την τελευταίαν σταλαματιάν του αίματός μου υπέρ αυτών».
Ύστερα οι πρόκριτοι απηύθυναν προκήρυξη προς τους υπόδουλους και ελεύθερους Έλληνες, εξηγώντας τους λόγους που τους οδήγησαν στην απόφαση αυτή.
« Οι υποφαινόμενοι κάτοικοι Ραδοβιζίου της επαρχίας Άρτης, βεβαρυμένοι από τάς καταπιέσεις καί τους υπέρογκους φόρους, προς δε και τάς ατιμώσεις των παρθένων μας από αγρίους και ανεπίδεκτους διορθώσεως κατακτητάς Οσμανλίδας, επαναλαμβάνομεν τον κοινόν αγώνα του 1821 ομνύοντες εις το όνομα του Υψίστου καί της ιεράς ημών Πατρίδος, ότι δεν θέλομεν ρίψει τα όπλα εν ουδεμια περιπτώσει καί περιστάσει, εάν δεν άνακτήσωμεν την ελευθερίαν μας. Αρχόμενοι του αγώνος, ελπίζομεν ότι θέλομεν εγείρει υπέρ ημών την συμπάθειαν όλων των συναδέλφων μας ελευθέρων Ελλήνων και των υπό ζυγόν του Οσμάνου στεναζόντων αδελφών μας χριστιανών και ότι θέλομεν λάβει τα όπλα , προς εξακολούθησιν του κοινού αγώνος του 1821, μαχόμενοι υπέρ πίστεως και πατρίδος και ανάκτησιν των αναλλοίωτων δικαιωμάτων μας. Ο αγών μας είναι ιερός , είναι δίκαιος και κανείς , αναλογιζόμενος το μέγεθος των καταπιέσεων και αισθανόμενος το δίκαιον των εθνών, δεν θέλει καν λέξιν κατ’ αυτού και υπέρ του άγριου τυράννου και της εστημένης εις τους ιερούς Ναούς μας ημισελήνου . Σπεύσατε λοιπόν αδελφοί εις τον κοινόν αγώνα, αποτινάξατε τον επαχθή ζυγόν της τυραννίας και κηρύξατε με ημάς , ενώπιον του Θεού και όλου του κόσμου, ότι μαχόμεθα υπέρ Πατρίδος και ότι ο Θεός είναι προστάτης των Χριστιανών».
Τη 15 Ιανουαρίου 1854 Οι Πρόκριτοι του Ραδοβιζίου
Ιωάννης Κοσσυβάκης, Δημήτριος Κόκκας, Κώστας Κοσμάς, Βασίλειος Νάκος , Ντούλας Βάσος , Κολιός Μαυρομάτης , Κώστας Πάνου Στούμπος , Δημήτριος Σκαλτσογιάννης , Γεώργιος Κατσικογιάννης , Κώστας Ντερέκος, Καραγιάννης Κοτσίλας, Κωνσταντίνος Τσιγαρίδας.
Μετά τη σύγκρουση στην Μπότση, τα σώματα των επαναστατών κατερχόμενα προς την Άρτα συνήψαν νικηφόρες μάχες στη Σέση (κοντά στην Άνω Καλεντίνη), στη Σκουληκαριά, στο Δημαριό, στη Μεγάρχη, στο Κομπότι και στις 20 Ιανουαρίου μπήκαν στο Πέτα. Μέχρι το τέλος Ιανουαρίου ελευθερώθηκαν, το Άνω και το Κάτω Ραδοβίζι και η επαρχία των Τζουμέρκων. Οι επαναστάτες, ενθουσιασμένοι από τις νίκες τους, απηύθυναν στις 20 Ιανουαρίου στις Δυνάμεις της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας της Ρωσίας και της Αμερικής προκήρυξη, στην οποία ανέφεραν τους σκοπούς του αγώνα και ζητούσαν τη συμπαράστασή τους.
Στις 25 Ιανουαρίου απηύθυναν προκήρυξη προς όλους τους Έλληνες, ζητώντας πάλι τη βοήθειά τους .
ΠΡΟΚΗΡΥΞΙΣ Της Ελληνικής Ελευθερίας και Ανεξαρτησίας Προς τους Πανέλληνας και λοιπούς απαξάπαντας Χριστιανούς.
ΠΑΝΕΛΛΗΝΕΣ
Τέσσαρας ολοκλήρους αιώνας το ευγενές ημών Έθνος, φέρον επί του τραχήλου τον βαρύτατον ζυγόν του βαρβάρου Οθωμανού, διά μόνης της συνάρσεως της θείας προνοίας διεσώθη μέχρι σήμερον από της τελείας αυτού εξοντώσεως. Τα τέκνα ημών ανηλεώς αφηρούντο της μητρικής αγκάλης, όπως υπηρετήσωσι τας άγριας ορέξεις του βαρβάρου τυράννου, αι γυναίκες ημών ενώπιον ημών αισχρώς ητιμάζοντο, οι άνδρες ημών υπό τά δεσμά της δουλείας καί των βασάνων εξέπνεον.
Η ιερά ημών θρησκεία εβεβηλούτο καί σεβάσμιοι ταύτης λειτουργοί εμαστιγούντο καί απηγχονίζοντο. Τεσσάρων αιώνων ύβρεις, ατιμώσεις, βασάνους, θανάτους σήμερον εκδικούμεθα. Εις ουδένα δε επελθέτω η βέβηλος ιδέα ότι ξένα υπηρετούντες συμφέροντα εδράξαμεν κατά του τυράννου τά όπλα. Ουδείς δύναται ύβρίσαι ημάς σκληρότερον, ή ο ύπονοών κάθ’ ημών τοιαύτα. Μάρτυρα εκδικητήν επικαλούμεθα τον Παντεπόπτην Θεόν, ότι ουδέν άλλο ή η εθνική τιμή, το εθνικόν μεγαλείον, το Ελληνικόν όνομα όπερ εγκαυχόμενοι φέρομεν το καθήκον ημών προς απάλλαξιν της κλεινής ημών πατρίδος από της αισχράς του Τούρκου δουλείας, ταύτα εξώρμησαν ημάς ανεπιστρεπτεί προς τον αγώνα τούτον της Ελληνικής Ελευθερίας κατά του αγρίου καί αδυσωπήτου Ασιανού δεσποτισμού, του Σταυρού κατά της ημισελήνου. Ο πόλεμος ημών διακηρύσσομεν προς όλον τον κόσμον, αποκλειστικώς έστι πόλεμος πατροπαράδοτος τού Ελληνισμού κατά των Τούρκων, της Ευρώπης και της Ασίας, τού φωτός κατά τού σκότους. Εν τή ιερά ημών πάλη εχθρόν θεωρούμεν τον πολεμούντα την ελευθερίαν ημών, φίλον δε πάντα τον συντρέχοντα ημάς οπωσδήποτε προς καταστροφήν της Ασιανής δουλείας καί προς εδραίωσιν της χριστιανικής αδελφότητος, εν ελευθερία, ισοτιμία και ισονομία.
Οι μη τα οπλα υπέρ τής ελευθερίας εισέτι λαβόντες δράψετε, τέκνα, πανταχόθεν προς τήν Πατρίδα, τον υπέρ των όλων ήδη ρίψασαν κύβον. Νέοι, ενισχύσατε διά των ακαταμάχητων βραχιόνων υμών τάς Ελληνικάς φάλαγγας. Στρατηγοί υμών εισί εξ αριστερών ο Πύρρος, εκ δεξιών ό Αλέξανδρος.
Σοφοί, προσέλθετε και φωτίσατε ημάς δια του λόγου και των Ελληνικών υμών συμβουλών. Πλούσιοι, ελεήσατε τήν Μητέρα καταβιβασθείσαν εις θέσιν επαίτου ενώπιον των τέκνων αυτής. ’Ίτε πάντες των Ελλήνων παίδες, ελευθερούτε πατρίδα, ελευθερούτε τέκνα, γυναίκας, θεών πατρώων ναούς, τάφους προγόνων. Νυν υπέρ πάντων ο αγών . Σείς δε τέκνα ευγενή τής σήμερον σοφής και ευδαίμονος Ευρώπης αποδέξασθε ευμενώς τόν ιερόν τούτον αγώνα ημών. Αναμνήσθητε τους άρχαίους ημών αγώνας υπέρ τής υπάρξεως και σωτηρίας αυτής τής Ευρώπης, εν Μαραθώνι, εν Σαλαμίνι, κ.λ.π. Σκεφθήτε, οτι χιλίους ολόκληρους ενιαυτούς ημείς υπήρξαμεν κατά τόν μεσαίωνα τό προπύργιον της Ευρώπης κατά του ολέθριου τής βαρβάρου Ασίας χειμάρρου. Ενθυμηθήτε οτι καί εν αυτή ημών τη τελεία καταστροφή ωφελήσαμεν τήν Ευρώπην, κομίσαντες μεθ ημών τά λείψανα τής προγονικής σοφίας καί εν πάση χαρά μεταδόντες υμίν. Τούτων πάντων ένεκα, θεωρούντες υμάς εν διανοία συστρατιώτας και συναγωνιστάς, βεβαιούμεν υμάς, οτι ή νυν ανεγειρόμενη ελευθέρα εθνικότης των Πανελλήνων αείποτε εσεται πιστή εις τόν προαιώνιον και άοίδιον αυτής προορισμόν, τον εξευγενισμόν τής ανθρωπότητας διά τής επιστήμης, τής ελευθερίας, τής καθολικής συναλλαγής και του προ την ανθρωπίνην ελευθερίαν καί εθνικήν άνεξαρτησίαν διακαούς έρωτος. Μάρτυρα δε νυν και αρωγόν τον Ύψιστον Θεόν επικαλούμενοι , χωρούμεν θαρρούντες προς τόν κίνδυνον, άποφασίσαντες η τήν ελευθερίαν ή τον ένδοξον θάνατον.
Προς υμάς νυν τελευταίον απευθυνόμεθα Οθωμανοί ιδιώται τής πατρώας ημών χώρας κάτοικοι. Ειρήνη υμίν, εάν συνδράμητε τα όπλα ημών κατά του τυράννου. Ελευθερίαν, ισονομίαν, τιμήν, ατομικήν ασφάλειαν, κοινά μεθ’ ημών θέλετε απολαύσει.
Η πρόοδος, ή υλική ευτυχία και ή ευδαιμονία υμών έσεται των προτίστων ημών φροντίδων, υπάρχουσα δε μία των μεγίστων ημών αγαλλιάσεων. Εξ άλλου δε τουναντίον προαναγγέλλομεν υμίν, εν ονόματι του παντοδυνάμου Θεού, ότι πολεμούντες ημάς καί αντιτασσόμενοι εις τόν ιερόν ημών αγώνα, θέλετε καταστήσει ημάς καθ' υμών παρδάλεις και τίγρεις. Το αίμα υμών θέλει βάψει τους ποταμούς και ποτίσει τας πεδιάδας. Το πυρ και ο σίδηρος θέλουσι καταστρέψει υμάς και τούς οίκους και τας πόλεις καί την χώραν υμών.
Εγένετο εκ του Γενικού Στρατοπέδου.
Έν Ραδοβίζι της 'Αρτης 25ην Ιανουαρίου 1854 (ΗΠΕΙΡΟΣ)
Οι συγκροτούντες το στρατόπεδον
(ΤΑ) ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΙ
Την εξέγερση του Ραδοβιζίου ακολούθησε το κίνημα της Λάκκας Πρεβέζης και των χωριών του Σουλίου. Επαναστάτησαν επίσης οι κάτοικοι της Παραμυθιάς και του Τσαμαντά, ενώ λίγο αργότερα ξεσηκώθηκαν οι Χιμαριώτες. Επίσης άρχισαν να συγκροτούνται ένοπλες ομάδες στις περιοχές των Ιωαννίνων -Ξηροβούνι, Μέτσοβο, Γότιστα, Ζίτσα και αλλού. Κατά τα μέσα Φεβρουάριου η επαναστατική φλόγα μεταδόθηκε και στη δυτική Θεσσαλία, επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον θεσσαλικό χώρο και σε λίγο έφτασε και στην απομακρυσμένη, από τα σύνορα του ελληνικού κράτους, Μακεδονία. Όταν έφθασαν στην Αθήνα οι ειδήσεις για τον ξεσηκωμό και τις πρώτες ανάγκες των επαναστατών, ο ενθουσιασμός του λαού κορυφώθηκε και κυριάρχησε πολεμική ατμόσφαιρα* συγκροτούνταν διαδηλώσεις και συλλαλητήρια. Οι φοιτητές πρωτοστατούσαν σε κάθε κίνηση και εγκατέλειπαν ομαδικά τα πανεπιστημιακά έδρανα για να καταταγούν εθελοντές στα σώματα που σχηματίζονταν προς ενίσχυση των επαναστατών. Στο πλευρό των υποδούλων έσπευσαν και πολλοί αξιωματικοί του ελληνικού στρατού , αφού υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους. Τους αξιωματικούς ακολούθησαν εκατοντάδες εθελοντές, ακόμη και οπλίτες του στρατού. Ήρθαν τότε πολλοί εθελοντές από τα αγγλοκρατούμενα Επτάνησα. Επικεφαλής εθελοντικών σωμάτων μπήκαν και βουλευτές, ενώ ακόμη και φυλακισμένοι πολίτες έφυγαν μαζί με τους φύλακές τους και ενώθηκαν με τους άλλους εθελοντές. Η Λαμία και ο Καρβασαράς (Αμφιλοχία), στην ανατολική και δυτική Στερεά Ελλάδα αντίστοιχα, είχαν μεταβληθεί σε κέντρα συνάντησης των εθελοντών και συγκέντρωσης πολεμικού υλικού. Μια γενική, αλλά παραστατική εικόνα της κατάστασης μας δίνει στα απομνημονεύματά του ο τότε υπουργός της Δικαιοσύνης και καθηγητής του ποινικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Σπυρίδων Πήλικας:
« Ο ενθουσιασμός επροχώρει από στιγμής εις στιγμήν ακράτητος ...Μαθηταί, καθηγηταί, βιομήχανοι, έμποροι, δικηγόροι, απλοί εργάται, άλλοι εζητούσαν οπλισμόν, άλλοι προσέφεραν χρήματα, άλλοι συνήρχοντο εις συνελεύσεις, άλλοι έφευγον διά το εξωτερικόν και τάς επαρχίας, άλλοι εστρατολογοϋσαν, άλλοι κατετάσσοντο στρατιώται».
« Αι διάπυροι ευχαί όλων των Ελλήνων συνοδεύουσι το πρώτο τούτο πατριωτικόν βήμα του νέου Καραϊσκάκη, άξιου διαδόχου του αοιδίμου πατρός του και μιας των αγαθωτέρων ελπίδων τής Ελλάδος». Ο Καραϊσκάκης, μαζί με τον Δημήτριο Γρίβα, διοικητή των οροφυλάκων της περιοχής του Καρβασαρά, έφτασαν στο Κομπότι στις 23 Ιανουαρίου, όπου τα τμήματα των επαναστατών τέθηκαν υπό τη γενική αρχηγία του. Γράφουν τότε οι εφημερίδες της Αθήνας: «Ο προεξελθών Σπυρίδων Καραϊσκάκης, υιός μονογενής, τού αοιδίμου ήρωος Γεωργίου Καραϊσκάκη παρέδωσε την από της υπηρεσίας του παραίτησιν εις τον παρά τοις δυτικοίς μεθορίοις Υγειονόμον. Ο Άγιος Θεός ευλογεί τα όπλα του».
ΕΛΛΗΝΕΣ
Αποθνήσκων ο πατήρ μου έκραξε «λυτρούτε τας Αθήνας» αφείς δε ως μόνον κληροδότημα εις εμέ την μάχαιραν αυτού εξέπνευσε. Λαβών το κληροδότημα του πατρός και τας μεν Αθήνας ευρών ελευθέρας, την γην της γεννήσεώς του δούλην, έδραμον προς υμάς ώ λαέ της Ηπείρου και την σημαίαν της ελευθερίας ύψωσα μεθ’ υμών. Έλληνες ό δεύτερος Τουρκικός πόλεμος άρχεται, η πυρκαϊά της επαναστάσεως ήναψε και το άγιον πνεύμα της ελευθερίας καί της πίστεως επιφυσεί και αυξάνει τας φλόγας της πυρκαϊάς.
Ιδού η Επτάνησος ώς επτακέφαλος δράκων συρίζει, η Ήπειρος κινείται, ή Θεσσαλία σείεται, η Μακεδονία σαλεύει, η Θράκη περιμένει, η δε αυτόνομος Ελλάς ως Αίτνα σφενδονίζει επί τας χώρας αυτάς φλογερούς μύδρους τους στρατηγούς αυτής.
Θαρείτε λοιπόν θαρείτε.
Κατά τον πρώτον Τουρκικόν πόλεμον, οι Έλληνες πεντήκοντα χιλιάδες στρατού, ενικήσαμεν πεντακοσίας χιλιάδας στρατιωτών τής Ασίας και τής Αφρικής. Σήμερον αυτόνομοι Έλληνες, Ηπειρώται, Θεσσαλοί, Μακεδόνες και Θράκες, εξ εκατομμύρια πολεμούμεν αδυνάτους βαρβάρους, πολεμουμένους κατά τον Δούναβιν υπό πολυαρίθμων καί φοβερών στρατών.
Θαρείτε λοιπόν θαρείτε, εντός ολίγου καί δι’ ολίγου αίματος ποτίζεται τό φυτευόμενον δένδρον τής ελευθερίας. Βλέπετε ! Εις τόν ήχον τής σάλπιγγος ημών οι μεν Οθωμανοί φεύγουσιν ώς άγέλαι δειλαί, ημείς δε από τό βάρος των κτυπημάτων φαινόμεθα ώς παίδες των πατέρων ημών. Βλέπετε! Παν βήμα ημών και κατάκτησις μιας χώρας προγονικής, και ή ελευθερία μεταβαίνει από επαρχίας εις επαρχίαν μετά του ήχου του τυμπάνου. Προς τά έμπροσθεν τόν σταυρόν εις μίαν χείραν την μάχαιραν εις την άλλην προβαίνομεν καί μεταλλάζομεν, πάσαν ημέραν καί σταθμόν ένα. Προς τά έμπροσθεν. Η κληρονομιά των Ελλήνων συζητείται κατά τήν Επτάλοφον, παραστήσωμεν εις τους Ευρωπαίους ημείς οι κληρονόμοι τά έγγραφα ημών, κεχαραγμένα διά σπάθης και γεγραμμένα δι’ αίματος. Η ενότης του γένους έστω τό σύνθημα ημών.
Ελληνική αυτοκρατορία ή θάνατος, έστω η φωνή των δέκα εκατομμυρίων Ελλήνων, Σέρβων και Βουλγάρων κατά την Ευρώπην και των τεσσάρων εκατομμυρίων Ελλήνων κατά την Ασίαν. Η φωνή αυτή μετά των ανέμων ηνωμένη είθε φθάσοι μέχρι των Πρωτευουσών πόλεων της Γαλλίας, Αγγλίας, Ρωσίας, Αυστρίας και Πρωσίας και είθε κάμψει τούς Δυνατούς. Η φωνή αυτή ηνωμένη μετά των κυμάτων του πελάγους είθε φθάσοι μέχρι των παραθαλασσίων πόλεων, όπου οι μεγαλέμποροι τής Ελλάδος, και είθε κινήσοι τας καρδίας αυτών προς συνδρομήν του Γένους. Οι νέοι πολεμούμεν, οι γέροντες συμβουλεύετε , αι γυναίκες εξυφαίνετε τά ξαντά των ενδόξων πληγών. Ουδείς ουδαμού μη μείνη άχρηστος. Η Πατρίς πανταχόθεν τους πάντας συγκαλεί και ο αγών περί πάντων. Ο Θεός μεθ’ ημών.
Εκ του περί την Άρταν Γενικού Ελληνικού Στρατοπέδου.
30 Ιαναυαρίου 1854
Ό αδελφός καί πατριώτης
ΣΠ. ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ
Η προκήρυξη, που δημοσιεύτηκε στον Τύπο στην Αθήνα ξεσήκωσε τον λαό. Το κλίμα αποδίδει η εφημερίδα «Ταχύπτερος Φήμη» στις 30 Ιανουαρίου 1854:
« Μέγας ενθουσιασμός επικρατεί μεταξύ του λαού της πρωτευούσης ...Παντού, όπου κι αν στρέψει τις το βλέμμα, δεν βλέπει και δεν ακούει παρά μόνον θούρια άσματα καί πολεμικές ετοιμασίες. Τα οπλοποιεία ευρίσκονται εις αδιάκοπον κίνησιν. Εις τας οδούς ή νεολαία ζητωκραυγάζει ακαταπαύστως. Ο λαός ηλεκτρίσθη τόσον, ώστε ουδέ καν λόγος πλέον γίνεται περί των κατά τον Δούναβιν κολοσσιαίων Ρωσικών δυνάμεων»
Την επιχείρηση για την κατάληψη της Άρτας την αφηγείται ο ίδιος ο Καραϊσκάκης σε επιστολή του προς τον ιστορικό και δημοσιογράφο Χρ. Σακελλαρίδη:
« τήν 31ην προσκαλέσας άπαντα τα αποσπάσματα εκίνησα διά νυκτός εντός της Άρτας όπου εξ εφόδου εκυριεύσαμεν την πόλιν, αλλά περί το μεσονύκτιον το ψύχος εγινε ανυπόφορον και η άκαταπαύστως πίπτουσα χιών μας εβρεξε τά πολεμοφόδια, όθεν ηναγκάσθην να υποχωρήσω τακτικώς. Οι δε Τούρκοι υπό τό θάμβος καί τόν ηρωισμόν των Ελληνικών στρατευμάτων, με στόμα ανοικτόν έμειναν καί ούτε καν ετόλμησαν να παρακολουθήσωσι την ύποχώρησιν μας φοβούμενοι ενέδραν τίνα· εκ μέν τών Τούρκων εφονεύθησαν 15 εκ των ημετέρων τρεις…»
Μολονότι οι καιρικές συνθήκες υποχρέωσαν τα τμήματα του Καραϊσκάκη να αποχωρήσουν, ο αντίκτυπος από την έκρηξη της επανάστασης και την πολιορκία της Άρτας ήταν μεγάλος, ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου επικρατούσε ακράτητος ενθουσιασμός.
Στο εξωτερικό οι Φιλέλληνες και οι εφημερίδες, που δεν εξυπηρετούσαν πολιτικές σκοπιμότητες των κυβερνήσεών τους, δημοσίευαν συχνά ευνοϊκά άρθρα για την επανάσταση της Άρτας και των άλλων περιοχών.
Η επαναστατική ορμή έγινε ακόμη μεγαλύτερη τον Φεβρουάριο, όταν μάλιστα άρχισε ο πόλεμος μεταξύ της Ρωσίας και των Δυτικών Δυνάμεων ( η Αγγλία και η Γαλλία βοηθούν την Οθωμανική Αυτοκρατορία) και η επίσημη γνώμη της Ρωσίας ήταν φανερά τώρα με το μέρος των Ελλήνων επαναστατών. Η Ηπειρωτική επανάσταση έπαιρνε όλο και μεγαλύτερη έκταση αφού προσέρχονταν συνεχώς νέοι εθελοντές. Τότε φάνηκε επιβεβλημένη ανάγκη να αναλάβει την αρχηγία δοκιμασμένος αγωνιστής. Ως αρχηγός προκρίθηκε ο στρατηγός Θεόδωρος Γρίβας, ο οποίος αποδέχτηκε την πρόταση με ενθουσιασμό. Ζήτησε όμως πριν να μάθει τις απόψεις του υπουργού των Στρατιωτικών Σκαρλάτου Σούτσου, ο οποίος τον διαβεβαίωσε ότι η ελληνική κυβέρνηση υποστήριζε το κίνημα. Ο Γρίβας έφτασε στο Κομπότι στις 5 Φεβρουάριου, ακολουθούμενος από στρατιώτες του τακτικού στρατού και εθελοντές, κυρίως Σουλιώτες.
Στις 12 Φεβρουάριου, ο Καραϊσκάκης κατόρθωσε να εισέλθει στην πόλη της Άρτας, αλλά λόγω της σκληρής αντίστασης των Τούρκων υποχρεώθηκε να αποσυρθεί. Λίγες μέρες αργότερα 1600 Τούρκοι με 4 πυροβόλα κατόρθωσαν να εισέλθουν στην Άρτα, ενισχύοντας σημαντικά τη φρουρά της.
Το δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουάριου έφτασαν στο Πέτα οι Δημήτριος Νότη Μπότσαρης και Αθανάσιος Κουτσονίκας με σώμα 150 ένοπλων Σουλιωτών. Τέλος, στις 20 Φεβρουάριου ήρθε και ο στρατηγός Κίτσος Τζαβέλλας με ομάδα φοιτητών.
Τον Μάρτιο η ύπαιθρος χώρα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας βρισκόταν κάτω από το κράτος της επανάστασης, Ως τα μέσα Μαρτίου οι επαναστάτες κατείχαν τα νότια τμήματα της Ηπείρου. Η μεγαλύτερη δύναμη τους βρισκόταν στο Πέτα υπό τον Κίτσο Τζαβέλλα.
Η Πύλη επειδή κατάλαβε πόσο δύσκολο ήταν να σταματήσει με τα όπλα την επανάσταση κατέφυγε σε ένα πολιτικό μέτρο. Μέσω του πρεσβευτή της στην Αθήνα επέδωσε τελεσίγραφο στις 19 Μαρτίου στην ελληνική κυβέρνηση με το οποίο ζητούσε:
Να καλέσει εντός δέκα ημερών όλους τους αξιωματικούς που είχαν παραιτηθεί και λάμβαναν μέρος στην επανάσταση να επιστρέφουν σε ελληνικό έδαφος.
Να παρεμποδίσει τον εξοπλισμό επαναστατικών ομάδων στα ελληνικά εδάφη.
Να αποδοκιμάσει δημοσίως όλους όσοι είχαν διεξάγει εράνους στην Ελλάδα υπέρ των επαναστατών
. Να προβεί σε ενέργειες για να μετριαστεί η φιλοπόλεμη επιθετικότητα των ελληνικών εφημερίδων κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και υπέρ των επαναστατών.
Να διεξαχθούν ανακρίσεις και να βρεθεί ο ένοχος που απελευθέρωσε κρατούμενους από τις φυλακές της Χαλκίδας, τους οργάνωσε σε ένοπλη ομάδα και εισέβαλε στη Θεσσαλία.
Το τελεσίγραφο έδινε διορία 48 ωρών στην ελληνική κυβέρνηση για να απαντήσει και είχε συνταχθεί σε αυστηρό ύφος, με την ενθάρρυνση των πρεσβευτών της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Η δυσμενής τροπή της κατάστασης στο διπλωματικό τοπίο είχε επιπτώσεις στο ηθικό των επαναστατών και στη γενικότερη εξέλιξη του επαναστατικού κινήματος.
Στις 20 Μαρτίου αγγλικό πλοίο που περιπολούσε στον Αμβρακικό, συνέλαβε δύο ελληνικά πλοιάρια που μετέφεραν μεγάλη ποσότητα πολεμοφοδίων για τους επαναστάτες, κάτασχε το φορτίο, αφόπλισε το στρατιωτικό σώμα συνοδείας και το φυλάκισε στην Πρέβεζα. Η εξέλιξη αυτή δημιούργησε ατμόσφαιρα σκεπτικισμού στις τάξεις των επαναστατών για το σκόπιμο της συνέχισης ενός αγώνα που δε φαινόταν να έχει ελπίδες επιτυχίας. Μεγάλη ήταν η πτώση του φρονήματος των μαχητών της Άρτας λόγω της ενίσχυσης σε άνδρες και εφόδια της τουρκικής φρουράς της. Αυτό είχε ως συνέπεια τη διάσπαση της συνοχής του στρατοπέδου.
Η κυβέρνηση Κριεζή δεν αιφνιδιάστηκε από το τουρκικό τελεσίγραφο και με τη σύμφωνη γνώμη του Όθωνα, απάντησε στις 21 Μαρτίου με πνεύμα μετριοπάθειας, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο. Συγκεκριμένα, η ελληνική κυβέρνηση διαπίστωνε ότι οι αξιωματικοί που καθοδηγούσαν την εξέγερση στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία είχαν παραιτηθεί από τον ελληνικό στρατό, οπότε ούτε μισθοδοτούνταν ούτε έπαιρναν διαταγές από την ελληνική κυβέρνηση. Για τα υπόλοιπα ζητήματα, η κυβέρνηση Κριεζή υποσχόταν ότι θα προέβαινε σε ενέργειες προκειμένου να εμποδίσει τόσο τη δημιουργία ένοπλων επαναστατικών σωμάτων στα ελληνικά εδάφη, όσο και τη διεξαγωγή εράνων.
Η απάντηση αυτή δεν ικανοποίησε την Πύλη και την επόμενη μέρα ο Νεσσέτ μπέης εγκατέλειψε την Αθήνα, ενώ ομοίως αποχώρησε και ο Έλληνας πρεσβευτής από την Κωνσταντινούπολη. Οι διπλωματικές σχέσεις των δύο χωρών διεκόπησαν .
Η κρίση κορυφώθηκε όταν η Πύλη με απόφασή της απέλασε πολλούς Έλληνες πολίτες από τα εδάφη της, ενώ παρακώλυε το ελληνικό εμπόριο απαγορεύοντας σε πλοία με ελληνική σημαία να πλησιάσουν τουρκικά λιμάνια.
Μετά τη διακοπή των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών η πολιτική των πρεσβευτών της Αγγλίας και της Γαλλίας έγινε εχθρική. Ο γαλλικός στόλος που έφτασε τότε στον Πειραιά δε χαιρέτησε την ελληνική σημαία. Στην εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου οι δύο πρεσβευτές έλαμψαν με την απουσία τους, ενώ ήταν παρόντες όλοι οι υπόλοιποι.
Τα αποτελέσματα της οργής της Αγγλίας και της Γαλλίας εκδηλώθηκαν αρχικά στις 8 Απριλίου, με την επίδοση κοινής οργισμένης διακοίνωσης από τους πρεσβευτές τους.
Επειδή ο Όθωνας δεν υποχώρησε στις πιέσεις τους*, στο τέλος Απριλίου αποφάσισαν να επέμβουν δυναμικά. Ο αγγλικός στόλος απέκλεισε τα ελληνικά εμπορικά πλοία στα λιμάνια και ο γαλλικός αποβίβασε στρατό που κατέλαβε την Αθήνα και τον Πειραιά** . Η προκλητική παρουσία Γάλλων αξιωματικών και στρατιωτών στην Αθήνα δημιουργούσε συνέχεις επεισόδια με πολίτες. Το καταστροφικό επιστέγασμα της παρουσίας του γαλλικού στρατού ήταν η εμφάνιση μιας επιδημίας χολέρας που έφεραν τα γαλλικά στρατεύματα και εκδηλώθηκε πρώτα στις δυνάμεις κατοχής του Πειραιά. Η επιδημία διαδόθηκε γρήγορα στην Αθήνα και για πέντε περίπου μήνες εξόντωσε το 1/10 του πληθυσμού της.
* Ο βασιλιάς άγρυπνος, ακούραστος, με καταϊδρωμένο πρόσωπο αλλά με σπάνια ηθική δύναμη εξακολουθούσε να υποστηρίζει την επανάσταση. Έλεγε στους υπουργούς του: «Γνωρίζω ότι εκθέτω τον θρόνο μου, τα μεγάλα έργα όμως δεν κατορθώνονται χωρίς θυσία. Η υπόθεση την οποία υπερασπιζόμαστε είναι ιερή. Επειδή άλλωστε είμαι και ο μοναδικός χριστιανός βασιλιάς της Ανατολής έχω υποχρέωση να την υπερασπιστώ».
** Η αγγλογαλλική κατοχή έπρεπε να λήξει το καλοκαίρι του 1854 που τελείωσε η επανάσταση. Δεν έγινε όμως έτσι, γιατί η Αγγλία και η Γαλλία είχαν κύριο σκοπό τους να κάνουν με τον τρόπο αυτόν τον Πειραιά σταθμό συγκοινωνίας μεταξύ των χωρών τους και των περιοχών του πολέμου. Το 1856 ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας διαμαρτυρήθηκε για την εξακολούθηση της ξένης κατοχής. Η Ελλάδα απαλλάχθηκε τελικά από τον στρατό κατοχής το 1857 .
«Η Αθήνα τις μέρες εκείνες παρουσίαζε φοβερό θέαμα. Η τρομερή φήμη που είχε διαδοθεί για την καινούρια και φοβερή αρρώστια έκανε έναν μεγάλο αριθμό κατοίκων τής πρωτεύουσας να την εγκαταλείψει. Ακόμα και κοντινοί συγγενείς αυτών που είχαν προσβληθεί από τη νόσο και πάλευαν με τον θάνατο έφευγαν χωρίς συζήτηση για να γλυτώσουν τή ζωή τους...
...Μετά από λίγο οι δρόμοι ερημώθηκαν, τα εργαστήρια έκλεισαν και μέσα στα σπίτια δεν ακουγόταν φωνή. Η κατάσταση ήταν πραγματικά φρικιαστική. Το πρωί μόνο, μερικές φορές και το βράδυ ακουγόταν σα βογγητό το πένθιμο τρίξιμο των φορείων, τα οποία προχωρώντας βαρειά και αργά μετέφεραν σωρούς τα σάβανα, πολλές φορές και ολόγυμνους νεκρούς στους λάκκους.
…Ο φόβος και ο θάνατος είχαν παραλύσει τά πάντα. ...Οι υπουργοί, ο νομάρχης και πολλοί δημόσιοι λειτουργοί είχαν εγκαταλείψει με δική τους απόφαση τις θέσεις τους και είχαν καταφύγει στα βουνά και στα νησιά.
...Στη μεγάλη αγορά και στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα, στους δρόμους Ερμού και Αιόλου που ήταν πριν γεμάτοι ζωή τώρα δεν ακουγόταν ούτε αναπνοή. Μόνο οι βασιλείς και δύο από τα 25 μέλη της επιτροπής πού είχε σχηματισθεί για να βοηθήσει τούς άρρωστους από τη χολέρα, διέσχιζαν κάθε μέρα την πόλη προσπαθώντας να παρηγορήσουν και να δώσουν θάρρος στους απελπισμένους Αθηναίους».
Στις 29 Απριλίου οι πρεσβευτές της Αγγλίας και της Γαλλίας επέδωσαν στον Όθωνα τελεσίγραφο, με το οποίο καλείτο να αποκηρύξει την επανάσταση και μέσα σε 15 μέρες να σχηματίσει νέα κυβέρνηση, με άτομα φιλικά προς τις χώρες τους. Στις 14 Μαΐου ο βασιλιάς αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Αποδοκίμασε την επανάσταση, όπως του επέβαλαν οι δύο πρεσβευτές και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση - που ονομάστηκε Υπουργείο Κατοχής - υπό τον αγγλόφιλο Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
Όταν έφτασαν αυτές οι ειδήσεις, οι επαναστάτες του Ραδοβιζίου άρχισαν να απογοητεύονται, ενώ ο ενθουσιασμός των εθελοντών καθημερινά λιγόστευε. Άρχισαν ακόμη να παρουσιάζονται και οι πρώτες αντιζηλίες ανάμεσα στους αρχηγούς. Εθελοντές δεν έφθαναν πια, ενώ περιορίστηκαν και οι οικονομικές ενισχύσεις. Οι τάξεις των επαναστατών καθημερινά αραίωναν, την ίδια στιγμή που σημαντικές τουρκικές δυνάμεις σάρωναν τις εστίες αντίστασης, ενώ κόπηκε και κάθε ανεφοδιασμός από την Ελλάδα.
Παράλληλα, οι πρόξενοι της Αγγλίας και της Γαλλίας υπόσχονταν με μηνύματά τους προς τους κατοίκους ότι θα τους παρεχόταν αμνηστία αν δήλωναν υποταγή στην Πύλη, ενώ ταυτόχρονα ζητούσαν από τους επαναστάτες να έρθουν σε συμβιβασμό.
Στις 12 Μαΐου ο διοικητής του φρουρίου της Άρτας Αχμέτ πασάς, θέλοντας να διαλύσει και την τελευταία εστία επαναστατών που βρισκόταν στη Σκουληκαριά οδήγησε τον στρατό του, 2000 τακτικούς και 1000 περίπου Αλβανούς, στο χωριό Κλειδί. Οι Έλληνες σε ειδικό συμβούλιο αποφάσισαν να αναχωρήσει την ίδια εκείνη νύχτα ο Καραϊσκάκης με το τμήμα του και να επιτεθεί εναντίον των Τούρκων, και εκείνος, μη έχοντας σαφείς πληροφορίες για τη μεγάλη δύναμη του εχθρού, συμφώνησε. Έτσι, μόλις οι Τούρκοι πλησίασαν στη Σκουληκαριά, έγινε φονική μάχη με αποτέλεσμα να καταληφθεί και να πυρποληθεί το χωριό. Αυτή ήταν και η τελευταία μάχη των επαναστατών στην περιοχή της Άρτας. Οι περισσότεροι από τους αρχηγούς επέστρεψαν στο ελληνικό κράτος, ενώ ο Καραϊσκάκης πέρασε στη Θεσσαλία για να συνεχίσει εκεί τον αγώνα.
Οι Τούρκοι προχώρησαν και πυρπόλησαν το Βελεντζικό, την Καταβόθρα (Αστροχώρι), την Μπότση (Μεγαλόχαρη), τη Μονή Ροβέλιστας και άλλα χωριά του Ραδοβιζίου. Άλλο τμήμα κατευθύνθηκε στα Τζουμέρκα και έκαψε τα Πιστιανά, τα Πράμαντα και τους Μελισσουργούς και άλλα χωριά που είχαν βοηθήσει τους επαναστάτες. Πολλές οικογένειες των ορεινών περιοχών εγκατέλειψαν τότε τις εστίες τους και εγκαταστάθηκαν κυρίως στα χωριά του Βάλτου. Άλλες κατέφυγαν στο ελεύθερο ελληνικό κράτος και επειδή αντιμετώπιζαν πρόβλημα επιβίωσης εισέρχονταν στο τουρκικό έδαφος και λήστευαν τους Τούρκους και τους Χριστιανούς που τους βοηθούσαν.
Οι Τούρκοι, για να απαλλαγούν από τη ληστεία που είχε αναπτυχθεί στις παραμεθόριες περιοχές, έδωσαν αμνηστία στους πρόσφυγες για να γυρίσουν στα σπίτια τους.
Συμπεραίνουμε ότι:
Την επανάσταση κατέπνιξαν όχι τόσο τα στρατεύματα της Τουρκίας, όσο η επέμβαση της Αγγλίας και της Γαλλίας.
Η έλλειψη πειθαρχίας, οργανωμένης δράσης, κεντρικού σχεδιασμού, συντονισμού και ενότητας,
καθώς και οι αντιζηλίες και οι διαφωνίες μεταξύ των αρχηγών συνετέλεσαν στην αποτυχία της.
Θα ακολουθήσουν άλλες δύο επαναστάσεις, το 1866 και το 1878.
Η ώρα της ελευθερίας για την περιοχή θα έρθει το 1881.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΒΙΒΛΙΑ.
1. ΗΠΕΙΡΟΣ, Αθήνα, 1997, Εκδοτική Αθηνών .
2. Ιστορία του ελληνικού Έθνους, τ.ΙΑ, ΙΒ, ΙΓ, Εκδοτική Αθηνών .
3. Καρατζένης Δημήτριος, Η Επανάστασις της ’Αρτης του 1854 , ’Αθηναι, 1973.
4. Μαρκεζίνης Σπυρίδων, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΩΤΕΡΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, τ. Α, Αθήνα,1966, εκδόσεις Πάπυρος .
5. Νάκος Γρηγόριος, Η Ιστορία τής Άρτης; Άρτα, 1969 .
6. Παπαρρηγόπουλος Κωνσταντίνος, Ιστορία τού Ελληνικού Έθνους. τ.9ος.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ
1. Αυγητίδης Κώστας, Ελληνικά στρατιωτικά σώματα στη Ρωσία, Ιστορικά θέματα , τεύχος 74 , Ιούνιος 2008 , σελ. 58-67, εκδόσεις ΓΝΩΜΩΝ.
2. Αρεταίος Λυκούργος, Η επανάσταση στην Ήπειρο κατά τον Κριμαϊκό πόλεμο , Στρατιωτική Ιστορία , τεύχος 173, Ιούνιος 2011, σελ.94-103, εκδόσεις ΓΝΩΜΩΝ.
3. Δασκαλάκης Ιωάννης, Η ελληνική εμπλοκή στον Κριμαϊκό πόλεμο, Ιστορικά θέματα, τεύχος 127, Ιούνιος 2013, σελ.32-39, εκδόσεις ΓΝΩΜΩΝ .
4. Παπαφλωράτος Ιωάννης, Ο βασιλιάς Όθων και ο Κριμαϊκός πόλεμος, Εικονογραφημένη Ιστορία, τεύχος 512, Μάρτιος 2011, σελ.26-38, εκδόσεις Πάπυρος .
5. Τσερεβελάκης Γεώρνιος, Η βασιλεία του Όθωνα (1833-1862), Στρατιωτική Ιστορία, (θεματικές .συλλογές Νο9), 2010, σελ.8- 41, εκδόσεις Περισκόπιο .