Συγκεντρώσαμε και σας παρουσιάζουμε εδώ μερικές από τις πολλές παροιμίες που έλεγαν και λένε στα χωριά.Αρκετές αναφέρονται στα «καμώματα » των μηνών:
αν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλα πέντε, θα δεις το κοντοκρίθαρο να στρίβει το μουστάκι, να δεις και τις αρχόντισσες να ψιλοκαθαρίζουν, θα δεις και τη φτωχολογιά να ψιλοκοσκινίζει.
φύλαξε τα παλούκια σου να μη στα φάει ο Μάρτης.
Μάρτης είναι χάδια κάνει, πότε κλαίει, πότε γελάει.
χιόνια του Φλεβαριού, χρυσάφι του καλοκαιριού.
ο Μάης ρίχνει τη δροσιά και ο Απρίλης τα λουλούδια.
τ’Αλωναριού τα κάματα, τ’Αυγούστου τα λιοπύρια.
τον Οκτώβρη τα κουδούνια , το Νοέμβρη παραμύθια.
Οκτώβρης και δεν έσπειρες, οκτώ σπυριά δεν κάνεις.
Μάης άβρεχος, μούστος άμετρος.
Α-Δημητράκη, μικρό καλοκαιράκι.
σ’ όσους μήνες έχουν «ρ» κάνεις μπάνιο με ζεστό νερό.
μπρος-πίσω τα Νικολοβάρβαρα, βαρύς χειμώνας κάνει.
Αγιά- Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας αποκρίθη:» μάζεψε ξύλα κι άχυρα και σύρτε και στο μύλο, γιατί ο Αι Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος.
του τρυγητή, τ’αμπελουργού πάνε χαμένοι οι κόποι.
άμα δεν τρυγάμε εδώ, πατάνε αλλού.
απ’ το θέρο ως τις ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές.
μη σε γελάσει ο βάτραχος ή το χελιδονάκι αν δεν λαλήσει ο τζίτζικας δεν είν’ καλοκαιράκι.
εκεί που καρτερώ να ξεχειμάσω, πέφτει το χιόνι και με πλακώνει.
κάλλιο άσχημη φάτσα παρά άσχημη γλώσσα.
άλλοι προγκάνε το λαγό κι άλλοι τον μαγειρεύουν.
άλλοι παπάδες κι άλλα καλυμμαύχια.
άλλα σχεδιάζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαιδουριάρης.
κάθε θαύμα τρεις ημέρες , το μεγάλο τέσσερις.
καλύτερα να γλιστρήσεις με τα πόδια παρά με τη γλώσσα.
αργυρό το μίλημα και χρυσό το σώπα.
απ’ τον κόρακα «κρα» θ’ ακούσεις.
από φτωχό μη δανειστείς, τι περπατεί και κλαίει.
ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι.
δεν ξυπνάει το χωριό , αν δεν ακούσει πετεινό.
δίχως προδότη, κάστρο δεν πατιέται.
άσπρο σκυλί, μαύρο σκυλί ίδιο δάγκωμα.
η καμήλα την καμπούρα του παιδιού της καμαρώνει.
η καλή νοικοκυρά με το κουτάλι γνέθει.
η ομορφιά είναι μπάλωμα και η γνώση βασίλειο.
όποιος έχει γρόσια στην παλάσκα όπου θέλει κάνει Πάσχα.
ο γέρος κι αν στολίζεται, σ’ ανηφοριά γνωρίζεται.
ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του.
όποιος αέρα κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει.
όσο να μπει και να βγει η νύφη, στραβώθηκε ο γαμπρός.
η καλή νοικοκυρά απ’ τα ρούχα της φαίνεται.
το κρασί όσο παλιώνει, τόσο δυναμώνει.
του διακονιάρη καρβέλια δωσ’ του. Τις στράτες τις ξέρει.
δες το μικρό πολυξερούλι, στον ώμο παίρνει το σακούλι.
άνεμος που δεν μποδίζει, άφησέ τον κι ας βουίζει.
ας ήξερα δυο γράμματα κι ας είχα ένα μάτι.
μην καμαρώνεις την αρχή προτού να δεις το τέλος.
τρίτη μέρα μη δουλέψεις, Σάββατο μη στολιστείς.
χαζό παιδί, χαρά γεμάτο.
αν κλωτσάς τα γονικά σου, θα το βρεις απ’ τα παιδιά σου.
εγώ γελώ με δώδεκα και δεκατρείς με 'μένα.
ο γάμος προσδιάβαινε κι η γριά ξεροχτενιζόταν.
Φίλος επιζήμιος εχθρός επικαλείται.
Φύλα φίδι το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι.
Θείος κι ανηψιός , διάολος και μισός.
Ο ξένος και ο ποταμός τον τόπο τους γυρεύουν.
Γιός ο γαμπρός δεν γίνεται κι η νύφη θυγατέρα.
Πολλοί νεκροί 'που κάθονται στ' αρρώστου το κρεββάτι.
Και τα ορφανά βολεύονται κι οι χήρες κυβερνιώνται.
Αν δε μπορείς γέρο να θερίσεις......., δέσε και κουβάλα και φύλα και τα γίδια.
Άμα γλεπς ρούγα ασάρωτη και τριχιά λτή, η νκοκοιρά...είν'..κατα διαόλ'