Το όργωμα γινόταν με το αλέτρι που το έσερναν οι αγελάδες.
Τους σπόρους τους έριχναν στα χωράφια με τα χέρια. Λιπάσματα δεν χρησιμοποιούσαν. Αντί για αυτά έριχναν στα χωράφια κοπριά. Τα συνηθισμένα προϊόντα που καλλιεργούσαν ήταν το καλαμπόκι και το σιτάρι, που τους εξασφάλιζαν το ψωμί της χρονιάς.
Σκάλισμα της πατάτας
ΣΚΑΛΙΣΜΑ ΚΑΙ ΞΕΦΛΟΥΔΙΣΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΑΜΠΟΚΙΟΥ
Το πιο συνηθισμένο προϊόν που καλλιεργούσαν ήταν το καλαμπόκι. Όργωναν τα μικρά χωράφια τους με το αλέτρι και έριχναν τους σπόρους. Όταν έρχονταν ο καιρός για το σκάλισμα, οι άντρες και οι γυναίκες της οικογένειας άρχιζαν τη δουλειά. Πολλές φορές ζητούσαν βοήθεια από συγγενείς και γείτονες. Ήταν η λεγόμενη « παρακαλιά». Σκαλίζοντας τραγουδούσαν για να περνάει ευχάριστα η ώρα. Τα συνηθισμένα τραγούδια που έλεγαν ήταν:
Όταν ωρίμαζαν τα καλαμπόκια τα μάζευαν και τα κουβαλούσαν στις αυλές των σπιτιών για να τα ξεφλουδίσουν. Το ξεφλούδισμα γινόταν συνήθως τις απογευματινές και βραδινές ώρες. Στην αυλή του σπιτιού συγκεντρώνονταν η οικογένεια για τη δουλειά. Συνήθως μαζεύονταν εκεί πολλοί γείτονες για να βοηθήσουν. Με ανέκδοτα, τραγούδια και αστεία προχωρούσε η δουλειά. Η νοικοκυρά κερνούσε σταφύλια, σπιτικό χαλβάς και τσίπουρο ή ούζο. Μερικά από τα τραγούδια που έλεγαν είναι τα εξής:
1ο
« Να έρθουν οι γέροι του χωριού
και όλοι οι λεβέντες,
να ‘ρθουν τ’ αρχοντοκόριτσα
κι όλες οι παντρεμένες.
Να’ ρθουν εδώ στο στέκι μας
που οι ρόκες περιμένουν,
ν’ αρχίσει το ξεφλούδισμα
που όλοι το προσμένουν.
Οι ρόκες μας οι τρυφερές
το σπόρο τους να δώσουν
να γίνει άφθονο
που τρέφει παλικάρια».
2ο
« Τώρα την αυγή,
τώρα σιμά να φέξει
τώρα τα πουλιά, τώρα τα χελιδόνια
τώρα οι πέρδικες συχνολαλούν και λένε.
Ξύπνα αφέντη μου, ξύπνα γλυκό μου αιτέρι
ξύπνα και έφεξε, ξύπνα και πήρε η μέρα.
Ξύπνα φίλησε ματάκια λιγωμένα κι άσπρο λαιμό
που έρχετ’ απ’ τα χιόνια κι απ’ τα κρύσταλλα».
3ο
« ο Γιάννης φίδι σκότωσε
στη βατουριά στη ρίζα,
όσα φίδια το’ μαθαν
πολύ τους κακοφάνει.
Το’ μαθε κι η αστριτοχιά
μια καρτεριά του κάνει ».
Όταν τέλειωνε το ξεφλούδισμα , έστρωνε η νοικοκυρά για φαγητό. Σερβίριζε πίτες και τραχανά. Φεύγοντας οι γείτονες έλεγαν την ευχή: « και του χρόνου μεγαλύτερη σοδειά». Τα φύλλα του καλαμποκιού τα αποθήκευαν σε καλύβες και τα χρησιμοποιούσαν για τροφή των γελαδιών. Τα καλαμπόκια τις « ρόκες» τα άπλωναν στην αυλή για να λιαστούν και μετά τα « στούμπαγαν» και αποθήκευαν τον καρπό τους. Όλο το χωριό έτρωγαν καλαμποκίσιο ψωμί.
Μετά το ξεφλούδισμα έμεναν τα κότσαλα
ΘΕΡΙΣΜΑ ΚΑΙ ΑΛΩΝΙΣΜΑ ΤΟΥ ΣΙΤΑΡΙΟΥ
Εκτός από το καλαμπόκι στην περιοχή καλλιεργούσαν και σιτάρι. Μετά το όργωμα και τη σπορά έφτανε η ώρα για το θέρισμα. Αυτό γινόταν με τα δρεπάνια. Το θέρισμα ήταν πολύ κουραστική δουλειά γιατί γίνονταν κάτω από τον καυτό ήλιο του καλοκαιριού. Οι γυναίκες φορούσαν συνήθως άσπρα μαντήλια για να προστατέψουν τα κεφάλια τους από τον ήλιο. Θέριζαν λέγοντας αστεία και τραγούδια:
1ο
« ελάτε νιοι , ελάτε νιές
στο κάτω το χωράφι,
που ’ναι τα στάρια φουντωτά
καθαροδιαλεγμένα.
Ελάτε νιοι, ελάτε νιές
ο θέρος για ν’ αρχίσει,
το στάρι να θερίσετε
δεμάτια να το κάντε
να ’ρθουν και οι γριές
να το καλολυχνίσουν ».
2ο
« Θερίζει ο Γιάννος μοναχός
και μοναχός το δένει.
Σκύβει να πάρει δέματα
και δάκρυα γεμίζει.
-Τι έχεις Γιάννο μ’ και βογγάς
και βαριαναστενάζεις; ».
Το στάρι το έδεναν δέματα και τα συγκέντρωναν όλα μαζί για να λιαστούν. Μετά το λιάσιμο ακολουθούσε το αλώνισμα. Αυτό γίνονταν σε στρογγυλά αλώνια που ήταν στρωμένα με επίπεδες πέτρες. Στη μέση του αλωνιού υπήρχε ένα στεριωμένο ξύλο στο οποίο έδεναν τα άλογα. Άπλωναν το σιτάρι σε ολόκληρο το αλώνι και μετά ένας άντρας χτυπώντας το καμουτσίκι ανάγκαζε τα άλογα να τρέχουν κυκλικά.
Το αλώνι του Ν.Κολοβού
Υπάρχει και ένα τραγούδι σχετικό με το αλώνισμα:
« φέγγει η μέρα το πρωί
για ν’ αλωνίσουμε μαζί.
Πάρε την τσουγκράνα σου
να το ξανεμίσουμε,
να βγάλουμε το στάρι
τ’ άχυρο να πετάξουμε.
Πάρε τ’ αλογάκια σου
να έρχονται το γύρο.
Γυναίκες το μαζεύουν
και το ξανεμάνε.
Μαζεύουν το στάρι
μαζεύουν το σταράκι
μη πιάσει και καμιά βροχή
και πάει όλο χαμένο » .
αφαιρούσαν τα άχυρα και το λύχνιζαν. Στη συνέχεια το αποθήκευαν.
ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ
Aυτοί που ασχολούνταν με τη κτηνοτροφία κουράζονταν πολύ γιατί τα ζώα τους αρνιά, κατσίκια και γελάδια τους απασχολούσαν όλες τις μέρες του χρόνου. Τα γελάδια τα έσμιγαν οι χωριανοί και τα άφηναν ελεύθερα στα βοσκοτόπια να βοσκήσουν. Ένας χωριανός τα πρόσεχε από κοντά. Αυτός ήταν διαφορετικός κάθε μέρα.
Το χειμώνα τα πρόβατα και τα γίδια τα κρατούσαν κλεισμένα στα μαντριά και τα τάιζαν με ό,τι είχαν αποθηκεύσει το καλοκαίρι. Ο χειμώνας ήταν δύσκολος γι’ αυτούς γιατί έριχνε συχνά χιόνι. Την άνοιξη τα βοσκούσαν στις πλαγιές των βουνών. Ήταν η ωραιότερη εποχή για τους τσοπάνηδες. Τα βοσκούσαν με συντροφιά τα σκυλιά, την κλίτσα, τον τρουβά με το φαγητό και τη φλογέρα. Για να περνάει η ώρα έφιαχναν κλίτσες και άλλα μικροαντικείμενα συνήθως ξύλινα. Δουλεύοντας τραγουδούσαν. Ένα από τα τραγούδια που έλεγαν ήταν το παρακάτω:
- « Μπιρμπίλη μ’ πού ειν’ τα πρόβατα;
Μπιρμπίλη μ’ πού ειν’ τα γίδια;
- Μπροστά πάνε τα πρόβατα
και πίσω παν’ τα γίδια.
Μας έφυγαν τα πρόβατα
μας έφυγαν τα κοπάδια
της Πηνελιώς τα πρόβατα
της Πηνελιώς τα γίδια ».
Kουραστική δουλειά ήταν το άρμεγμα των ζώων. Την έκαναν όμως με χαρά γιατί μάζευαν το γάλα, από το οποίο έφιαχναν το τυρί, το βούτυρο, τη μυζήθρα, το ξινόγαλο, το γιαούρτι.
Πολλές φορές ενώ άρμεγαν έλεγαν το τραγούδι:
« Κώστα , Κώστα μερακλή,
βάλ' τα γίδια στο μαντρί,
να τ’ αρμέξ’ η Βαγγελή,
να το φιάξουμε τυρί
να το φάμε τη Λαμπρή
μ’ ένα σουβλιστό αρνί ».
Ο πιο δύσκολος μήνας για τους κτηνοτρόφους ήταν ο Δεκέμβριος γιατί τότε γεννούσαν τα ζώα. Ο γέννος απαιτούσε πολλά ξενύχτια και μεγάλη κούραση. Η χαρά τους ήταν απερίγραπτη όταν έβλεπαν να γεννιούνται γερά ζώα και να αυξάνεται το κοπάδι.
Αγαπούσαν τα μικρά ζώα και τα πρόσεχαν απ΄το κακό μάτι. Για να τα προφυλάξουν τους κρεμούσαν φυλαχτά. Κρεμούσαν στο λαιμό τους μεγάλα κουδούνια για να τα ακούν όταν τα ζώα πήγαιναν μακριά και για να πηγαίνει το κακό μάτι σε αυτά και όχι στα ζώα. Σε πολλά κρεμούσαν ένα φτερό από το πουλί κουκάλογο.( = πουλί που μετέφερε τον κούκο στη ράχη του). Άλλες φορές έδεναν στο λαιμό τους μια λουρίδα ύφασμα και από μέσα της έραβαν δέρμα από ασβό.
ΟΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Η ζωή τους ήταν δύσκολη και κουραστική. Δεν έκαναν μόνο τις δουλειές του σπιτιού αλλά δούλευαν και στα χωράφια. Έπρεπε να σκουπίσουν , να καθαρίσουν το σπίτι και την αυλή, να πλύνουν, να ετοιμάσουν το φαγητό, να υφάνουν, να πλέξουν , να κεντήσουν, να ράψουν και φυσικά να μεγαλώσουν τα παιδιά τους.
Έπλυναν έξω στην αυλή στη σκάφη, με νερό που έβραζαν στο καζάνι. Καθάριζαν τα ρούχα με αλισίβα και πράσινο σαπούνι. Τα άπλωναν να στεγνώσουν πάνω στις φράχτες και τους θάμνους που υπήρχαν κοντά στο σπίτι. Το σιδέρωμα γινόταν με σίδερα που τα γέμιζαν με αναμμένα κάρβουνα. Τα χοντρά ρούχα όπως κουβέρτες, φλοκάτες, κιλίμια, τα έπλεναν στα ρέματα ή στην « νεροτροβιά » όπου το νερό με την μεγάλη πίεση βοηθούσε να καθαριστούν καλά.
Η νεροτριβή
Απαραίτητη ασχολία τους ήταν ο αργαλειός. Σ’ αυτόν ύφαιναν τα ρούχα του σπιτιού και τις προίκες των κοριτσιών. Όταν κούρευαν τα πρόβατα ξεχώριζαν τα μαλλιά. Αλλού μάζευαν τα άσπρα και αλλού τα μαύρα. Τα έπλυναν στα ρέματα , τα λινάριζαν, και τα έβαφαν. Σπάνια αγόραζαν βαφές από την πόλη. Τα έβαφαν με φλούδες, ρίζες και φύλλα δέντρων. Η φλούδα του φράξου έδινε το μαύρο χρώμα. Οι φλούδες από το φράξο μαζί με τις φλούδες από τα καρύδια έδιναν το κόκκινο χρώμα.
Μετά το βάψιμο ακολουθούσε το γνέσιμο με τη ρόκα και το μάζεμα του νήματος σε κουβάρια. Το ετοίμασμα του αργαλειού γινόταν από πολλές γυναίκες μαζί.. μετά η νοικοκυρά άρχιζε τη δουλειά.
Η δουλειά στον αργαλειό
Το ίδιασμα
Τις περισσότερες φορές ύφαινε τη νύχτα με το φως του λυχναριού γιατί δεν της έμενε ελεύθερος χρόνος τη μέρα. Άλλη ασχολία ήταν το πλέξιμο με τις βελόνες. Έπλεκαν κάλτσες, φανέλες, μπλούζες. Από μικρή ηλικία μάθαιναν να κεντούν. Αρκετές ήξεραν να ράβουν.
ΟΙ ΑΣΧΟΛΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ
Εκτός από το σχολείο τους τα παιδιά βοηθούσαν για τις δουλειές στο σπίτι, στο βοτάνισμα του κήπου , στο χωράφι αλλά και στη βοσκή, το άρμεγμα και γενικότερα τη φροντίδα των ζώων. Όταν τα παιδιά αναλάμβαναν να βγάλουν τα γίδια ή τα πρόβατα για να βοσκήσουν, έφερναν τα κοπάδια τους κοντά – κοντά για να’ χουν κι αυτά την ευκαιρία να παίξουν μεταξύ τους.
Τα παιχνίδια που έπαιζαν συνήθως ήταν:
Η σκλέντζα , η βούγγα , το πίτσκο , το παραμυθάκι (πατό) , η σβάρνα , οι μόλες , η γρούνα , η γυροτόπα (μπάλλα από πανιά για τα « μήλα »), τρυπόματα (το κρυφτό ), λαβέματα (το κυνηγητό) ,κλωτσοντενεκέ , σκορδομπάτσο , ποταμάκια κ.ά.
Η Σβάρνα
ΤΟ ΚΤΙΣΙΜΟ ΤΩΝ ΣΠΙΤΙΩΝ
Παλιά τα σπίτια τα έκτιζαν με πέτρες και τα σκέπαζαν με πλάκες , κάτι διαδεδομένο σε ολόκληρη την Ήπειρο.
Το κτίσιμο γινόταν από μαστόρους και το μάζεμα των υλικών με «παρακαλιά».
Ο νοικοκύρης πήγαινε στ σπίτια του χωριού και παρακαλούσε τους χωριανούς να τον βοηθήσουν. Έπρεπε να κουβαλήσουν τις πέτρες και τον άμμο και από το δασός να κόψουν χοντρά ξύλα που θα τα χρησιμοποιούσαν στη σκεπή. Έτσι για μερικές μέρες όλοι μετέφεραν τα υλικά με τα ζώα ή τα έπαιρναν στους ώμους τους.
Όταν συγκεντρώνονταν τα υλικά άρχιζε το κτίσιμο. Οι μάστοροι ήταν ντόπιοι. Όταν έριχναν τα θεμέλια ο νοικοκύρης και ο πρωτομάστορας τοποθετούσαν μαζί την πρώτη πέτρα και έλεγαν « ν είναι στεριωμένο». Έσφαζαν τότε ένα αρνί ή κατσίκι και με το αίμα του έβρεχαν τα θεμέλια.
Όταν το κτίσιμο έφτανε στη σκεπή οι μάστοροι κρεμούσαν από το κεντρικό ξύλο της ένα σχοινί που έφτανε μέχρι τα θεμέλια. Τότε οι μάστοροι χτυπούσαν διάφορα αντικείμενα για να κάνουν θόρυβο και τραγουδούσαν:
"Από πέρα κι από δώθε
φέρτε τα μαντήλια δώθε
κι όποιος δε θα φέρ' μαντήλι
να μη γλυκαθεί στα χείλη"
στο τέλος φώναζαν: « Ε!! καλωσορίσατε». Τότε οι νοικοκυραίοι και συχνά οι γείτονες κρεμούσαν στο σχοινί διάφορα πράγματα όπως σεντόνια, μαξιλαροθήκες, κουβέρτες, τραπεζομάντιλα, κάλτσες, μαντήλια.
Τα δώρα τα άφηναν στο σχοινί μέχρι να τελειώσει το κτίσιμο και μετά τα μοίραζαν μεταξύ τους οι μάστοροι. Όταν τέλειωνε και η σκεπή ο νοικοκύρης ευχαριστούσε τους μαστόρους και τους πλήρωνε για τους κόπους τους. Όλα τα υπόλοιπα όπως ταβάνια, πατώματα, πόρτες, παράθυρα τα έφτιαχναν οι μαραγκοί που κατάγονταν από τα ίδια τα χωριά.
Τα σπίτια είχαν ένα ή δύο δωμάτια. Στο ένα υπήρχε το τζάκι γύρω από το οποίο κάθονταν η οικογένεια τις κρύες μέρες και νύχτες του χρόνου και εκεί δέχονταν τους ξένους. Το άλλο δωμάτιο το χρησιμοποιούσαν για υπνοδωμάτιο. Σε αυτό κοιμόταν όλα τα μέλη της οικογένειας μαζί. Έξω από το σπίτι ήταν η κουζίνα και η αποθήκη. Τα πιάτα τα έπλεναν στην αυλή με αλισίβα. Τραπέζια για να φάνε δεν χρησιμοποιούσαν. Όταν έρχονταν η ώρα του φαγητού τα άτομα της οικογένειας κάθονταν κάτω στο πάτωμα και έτρωγαν.