Α
Αβραγιά = η σειρά της σποράς στο χωράφι, η αυλακιά
Αγανάς = αραιά υφασμένος
Αγάνι = η κορυφή του σιταριού με το καρπό
Αγάντα = βάστα
Αγγάζικος = πολύ νευρικός
Αγγειό = δοχείο , σκεύος κουζίνας
Άγγονας = εγγονός
Αγγονιά = εγγονή
Αγγούσα = στενοχώρια
Αγκάρια = στέκομαι στα νύχια
Αγκέλωμα = τσίμπημα από αγκάθι
Αγκλώθκα = καρφώθηκα από αγκάθι
Αγκουνάρ’ = η γωνία του τοίχου
Αγριομούτσουνος = αυτός που έχει άγριο πρόσωπο
Αδαυτού = σ’ αυτό το σημείο
Αδειά = διαθέσιμος χρόνος
Αδρασκελάω = κάνω μεγάλο βήμα όταν πηδάω (δρασκελιά, διασκελισμός)
Αδρύ = δυνατό
Αθέρας = πράγμα πρώτης ποιότητας
Αθημονιά =σωρός (από θερισμένο στάρι, ολόκληρη καλαμποκιά) για να μη βρέχονται
Άκα = όχι
Ακαπίστρουτους = χωρίς χαλινάρι, ο ατίθασος (μεταφ.)
Ακέριο = ολόκληρο
Ακουρμένομαι = ακούω μακριά με την προσοχή
Αλάνταβος = απρόσεκτος
Αλάργα = μακριά
Αλάρωτος = αυτός που μιλάει συνέχεια
Αλαταριά = πέτρα με μεγάλη επιφάνεια που βάζουν αλάτι να τρώνε τα ζώα
Αλιά = αλίμονο
Αλιμουριάζω = πνίγω κάποιον με τα χέρια
Αλισίβα = στάχτη με νερό για λούσιμο και καθαριότητα
Αλκοτίζω = εμποδίζω , σταματώ
Αλουμανάω = βασανίζω κάποιον με λόγια
Αλύχτισμα.= γαύγισμα σκύλου ή αλεπούς
Αμάκα = η τράκα, το τζάμπα
Αμούντι (έγινε) = εξαφανίστηκε
Άμπλας = νερό που αναβλύζει
Αμπλαούμπας = αργόστροφος, κακοφτιαγμένος
Αμπούκα = μάγουλο
Αμπούριασε = γέμισε καπνό
Αμπόχνω = σπρώχνω βίαια
Αμτί = αμ πως
Αναβάισα = έγειρα και έπεσα
Αναβερβέρξα = ανατρίχιασα
Αναγούλα = αηδία
Αναγουλιάζω = σιχαίνομαι
Αναδεχτός – ή = το βαφτιστήρι
Αναδοσιά = φόβος
Ανάκαρο = δύναμη
Ανάλιμα = μου βγάζεις το φαγητό από τον λαιμό.
Αναμέρα = κάνε στην άκρη
Αναπιάνω =ετοιμάζω το προζύμι
Ανάραχα = η κορυφή της ραχούλας
Ανασκλώθκα = έπεσα ανάσκελα
Ανατσουτσούρωσα = ανατριχίασα
Ανεβατίζω = ζυμώνω ψωμί σταρένιο.
Αντάρα ( κατικνιά ) = ομίχλη
Άντζα = η γάμπα του ποδιού
Αντικιαστά = περπατάω ψάχνοντας
Αντράλα ή ντράβαλος ή ντράβαλα = φασαρία
Ανφουρά = το αντίδωρο
Άνφτους = αυτός που δεν έχει πλύνει το πρόσωπο του
Αξίφωσα = χόρτασα
Απεριλόητος = βρωμιάρης
Απήθωσα = τοποθέτησα
Απιδιά = αχλαδιά
Απίστωμα = μπρούμητα
Απόγωνο = μέρος που δεν το χτυπάει ο αέρας
Απομόθκα = έπαθα ασφυξία
Από μούρτου = κατά πάνω
Αποξούλια = απ'έξω
Απόστασα = κουράστηκα
Αποκουντριασμένος = χαζός, δεν καταλαβαίνει τίποτα, βρίσκεται στον κόσμο του
Απουσταμάρα = κούραση
Αποφαούρια = αποφάγια
Απστόμσα = γύρισα ανάποδα
Αργάζω = προετοιμάζω
Αργανέλα = τριχιά
Άργητα = καθυστερήσεις
Αρίδα = πόδι , τρυπάνι
Αρμάθα = πλέξιμο κρεμμυδιών και σκόρδων
Αρμαθιά = η σειρά
Αρούποτος = αχόρταγος
Αρτένομαι = δεν νηστεύω
Αρτμή = υπόλοιπο από το τυρί (υγρό)
Ασαλάγητος = αυτός που δεν παίρνει από λόγια
Ασίητος= αγαλήνευτος, ατίθασος
Αστοχάω = ξεχνώ
Αστραποτσουκανάει = αστράφτει και βροντάει
Αστρέχα = το περιθώριο της στέγης που προεξέχει
Αυγατάω = συμπληρώνω , προσθέτω
Αφαλοκόβω = κόβω τον ομφάλιο λώρο, απειλώ με ξυλοδαρμό (μεταφ.)
Αφανταλιά = ξάφνιασμα
Αφάντιασμα = σκιάχτρο
Αφίσκα = κακή διάθεση
Αφόντας ή φόντα = από τότε που…
Αφόριου = αφόρετο ρούχο
Αφσκάδα = ασχήμια, αισχρολογία
Άφτο = άφησέ το
Αχαμνός = αδύνατος
Αχούλιασμα = ηχηρός μακρόσυρτος αναστεναγμός
Αχούρ’ = αχυρώνας
Β
Βααίνω ή Βαΐζω = γέρνω από τη μια πλευρά
Βάβο = γιαγιά
Βαζόγαλο = το γάλα σε κουτί (εβαπορέ ή ζαχαρούχο)
Βαζούρα = παρατεταμένη βοή
Βαΐζω ή Βααίνω =γέρνω
Βάκισμα = χτύπημα
Βακούφικο = περιουσία της εκκλησίας
Βάκρα = προβατίνα με άσπρο τρίχωμα και μαύρες κηλίδες στο πρόσωπο της
Βαρβατσέλι = μικρό κατσίκι, παιδί που παριστάνει τον άνδρα (μεταφ.)
Βαρκό = τόπος με λίγο νερό
Βαρώ = χτυπώ
Βατσνιά = πολλά βάτα μαζί
Βελάν’ = βελανίδι
Βελανίδα = η βουβωνική χώρα (μασχάλη) των πίσω ποδιών του ζώου (των μπροστινών «λαγαρό»)
Βερέμκο = στραβό,δεν είναι ίσιο
Βετούλι = κατσίκι που δεν χρόνιασε
Βιδούρα = ξύλινο δοχείο χωριτικότητας 20 οκάδων για μέτρημα των δημητριακών
Βιζίλα = μοχλός
Βίραγκας = σημείο του ποταμού όπου λιμνάζει το νερό
Βιρβιρίτσα = σκίουρος
Βίτσα = ξύλινη βέργα
Βιτσέλα = δοχείο
Βλιούρ’ = ζιζάνιο των σπαρτών, σιχαμερός άνθρωπος (μεταφ.)
Βολά = φορά
Βόμπρας = μικρό ζωύφιο, μικρόσωμο και έξυπνο παιδί (μεταφ.)
Βόρισμα = ψιλόχιονο
Βούγγα = παιδικό παιχνίδι θορυβώδες
Βούγγος = γρήγορα
Βουζωμένος = πεισμομένος
Βουλεί = βολεύει
Βούριαξε (η γουρούνα) = έντονη επιθυμία της γουρούνας για ζευγάρωμα
Βουτσώνω = θυμώνω
Βραγκανίδι = μικρό κουδούνι
Βρος = λακκούβα που κρατάει νερό
Βρυτσούλι = υγρότοπος
Βυζήλα = χοντρή φούρκα
Κορυφή σελίδας
Γ
Γαβάθα = βαθουλό πιάτο ξύλινο ή πήλινο
Γαζέπι = δυνατή βροχή , καταρρακτώδης
Γαλάρια = αυτή που έχει γάλα
Γάνα = καπνιά
Γανώνω = μαυρίζω κάτι με κάρβουνο
Γατσί = γάτα
Γατσιάζω = μαζεύω, ζαρώνω, γίνομαι σαν βρεγμένη γάτα.
Γατσούμπρα = βατόμουρα
Γατσούν = γατάκι
Γατσουριάζω = ανατριχιάζω
Γαυρίδα = είδος δέντρου
Γεννήματα = δημητριακά
Γεννησούρι ( γεννσούρ' ) = νεογέννητο
Γερεύω = μου περνάει η αρρώστια
Γηροκόμιο = ηλικιωμένος άνθρωπος που χρειάζεται φροντίδα
Γιαγουμίζω = αρπάζω αυθαίρετα
Γιαννιώτης = ο βόρειος άνεμος
Γιατάκι = καλύβι
Γιδ’ = άνθρωπος χωρίς τρόπους (μεταφ.)
Γιδοξούρ = εργαλείο για τον καθαρισμό των ζώων, πολύ άσχημος άνθρωπος (μεταφ.)
Γίκος = σορός από χοντρά ρούχα (φλοκάτες κ.ά.)
Γιόμα = πριν το μεσημέρι,κολατσιό
Γιομώζω = γεμίζω
Γιουρούκι = ατσούμπαλος , φασαριόζος
Γκαβός = τυφλός
Γκαϊδοτράω = κοιτάζω αλλήθωρα
Γκαΐλα =χαρακτηρισμός για κάτι πολύ μαύρο
Γκανιάζω = κλαίω γοερά , σκάω στο κλάμα, [ ισχύει και για τη δίψα…(γκάνιαξα) ]
Γκαρίλα = αγριοφωνάρα
Γκεζεράω = τριγυρνώ άσκοπα
Γκερδένι = Δύο κρίκοι περιστρεφόμενοι για να μη στρίβει η τριχιά
Γκέσα = μαύρη γίδα
Γκισέμ = κριάρι που ηγείται στο κοπάδι
Γκορτζιά = αγριοαχλαδιά
Γκοστέρα = σαύρα
Γκουσομανάω = ασθμαίνω
Γκριντάλι = ο ψηλός άνθρωπος
Γκρίτζελος = γκρινιάρης, ανάποδος
Γλαβανή = το άνοιγμα στη ψευδοροφή
Γλιέπω = βλέπω
Γνέμα = νήμα
Γνολίθι = λιθάρι της γωνιάς
Γουμίδια = είδος μαγειρίτσας
Γούπατο = μέρος χωρίς θέα – βαθούλωμα, λέγεται επίσης και χουναβιά
Γουρμάζω = ωριμάζω
Γουρνοτσάρχα = τσαρούχια από δέρμα γουρουνιού
Γραβάλι = τσουγκράνα
Γράβος = φυλλοβόλο δέντρο
Γράδα = μπλέξιμο , μονάδα μέτρησης αλκοόλ
Γράδωσα = έμπλεξα , πιάστηκα κάπου χωρίς τη θέλησή μου
Γραμμάτιο = νεογέννητο κορίτσι (μεταφ.)
Γραπατσαλώνω = σκαρφαλώνω
Γραφένιος = πεντακάθαρος και όμορφος
Γρέκι = τόπος όπου κοιμούντε τα γίδια ή τα πρόβατα
Γρέντζελα = αγριοστάφυλα
Γρεντιά = το δοκάρι της στέγης
Γρένω = ξεμπλέκω το πλυμένο μαλλί των προβάτων
Γρίβας = άλογο με γκρίζω τρίχωμα
Γρουμπανάω = γρονθοκοπώ
Γρούμπιασα = καμπούριασα
Γρουμπούλι =εξώγκομα
Γρουν = γουρούνι
Γρούσπα = εσοχή βράχου ή σπηλιάς
Γυαλκά = γυάλινα σκεύη του σπιτιού
Γυροβουλιά = στροφή στο χορό, πέρασμα από τα σπίτια για ευχές
Γωνιά = το τζάκι
Γωνολίθια = πέτρες που περικλείουν το τζάκι
Κορυφή σελίδας
Δ
Δαχλιά = αποτύπωμα από δάκτυλο
Δάχλο = δάκτυλο
Δείξιος = ελεεινός
Δέντρος = βελανιδιά
Δημοσά = δρόμος για αυτοκίνητα
Διαβάζω (μτφ) = Διαβιβάζω , στέλνω
Διακόβω = φθάνω γρηγορότερα από άλλον, ξεπερνώ
Διακονιάρης = ζητιάνος
Διαλέγω = καθαρίζω, αποφλοιόνω
Διαλιούργια = τα υπολείμματα
Διαούρτι = γιαούρτι
Διάσελο = ραχούλα
Διασίδι = νήμα ύφανσης στον αργαλειό
Διάστρα = εξάρτημα του αργαλειού
Διάτανος = διάβολος
Διβολίζω = οργώνω το χωράφι δεύτερη φορά
Διπλάρκα = δίδυμα
Δίφορα = δέντρα που καρπίζουν δυο φορές το χρόνο
Δοκίθκα = Αναζήτησα κάτι όταν διαπίστωσα ότι μου έλειπε
Δοντάγρα = ειδική τανάλια για εξαγωγή δοντιών
Δούγα = σανίδα βαρελιού
Δραγάτης = αγροφύλακας
Δραγάτσι = ταγάρι
Δροτσίλα = κοκκινάδα στο δέρμα, ερεθισμός του δέρματος απ’ τον ιδρώτα
Δρουλάπ = χιονοθύελλα
Κορυφή σελίδας
Ε
Εδώια = εδώ, σε τούτο το μέρος
Έζαψα = όρμησα
Είδισμα = πράγμα
Είνορο = όνειρο
Εκειό = εκείνο
Εμεισκα ή Έμσκα = (παρατ. του ρήμ. "μένω") έμενα
'Επιακα = συνέλαβα
'Εργος = τμήμα του χωραφιού που αναλαμβάνει κάποιος να σκάψει
Έρμο = μοναχό
'Εχος = πλούτος
Εχούμενος = μεγαλονυκοκοίρης
Κορυφή σελίδας
Ζ
Ζα (τα) = τα ζώα
Ζάβατος = δάσος καστανιάς
Ζαβός = ιδιότροπος
Ζαγάρι = κυνηγόσκυλο
Ζαγκανάω = κουνάω
Ζαγκανιέμαι = κουνιέμαι συνέχεια
Ζαγκλαβάνι = ενοχλητικός
Ζακατάω = παρακινώ, τρυπάω κάτι
Ζακόνι = έθιμο
Ζαλιάρικο = ζωηρό
Ζαλίγκα = στη πλάτη
Ζαλίγκι = το φόρτωμα που μπαίνει στη πλάτη
Ζαντζεύω = αγριεύω
Ζάπωμα = αρπαγή ξένου πράγματος
Ζαράλι = ελλάτωμα σωματικό ή νοητικό
Ζάρκος = γυμνός
Ζάφι = παράσιτο (κάτι σα σκουλίκι) που δημιουργείται στα ισχνά αρνοκάτσικα
Ζβαρνιέμαι = σέρνομαι
Ζγατζιάπ'= οξύθυμος άνθρωπος
Ζγουλώνω =ακουμπώ κάπου για προστασία από το κρύο ή τον αέρα
Ζγώνω = πλησιάζω
Ζεύκ = καλοπέραση
Ζέχνω = βρωμάω
Ζήβα = σβήσε
Ζητάει (η γίδα) = επιθυμία του ζώου για ζευγάρωμα
Ζιβζέκι = μικροκαμωμένος
Ζικατάω = ενοχλώ
Ζιμπρέκ' = σύρτης πόρτας
Ζιογκάνα = χαράδρα
Ζιουντίμι = βαρύ ξύλο χλωρό και στραβό
Ζλάπι ή ζουλάπι = άγριο ζώο (κυρίως για λύκο)
Ζμάχια = παράσιτα (κυρίως δένδρων) που ευνοούνται από την υγρασία
Ζμπάω = σπρώχνω, πιέζω
Ζόδι = θυμός
Ζοριό (το) = η τρύπα κάτω από τον μύλο που ξεθυμαίνει η πίεση του νερού
Ζούδι = ονομασία για ερπετά ή έντομα
Ζουμπλιάζω = στραβώνω
Ζουμπρέκι = πόμολο πόρτας
Ζούπα = πίεσε
Ζούρα = το κατακάθι του λαδιού
Ζουχνάω = σπρώχνω
Ζυγάλετρα = ο εξοπλισμός των αλόγων για να οργώσουν ή να σπείρουν
Ζυγούρι = αρσενικό πρόβατο ενός έτους
Ζυματούρα = είδος φαγητού
Ζωντανό = ζώο, αγροίκος άνθρωπος (μεταφ.)
Ζώστρα = λουρί που ζώνουν το άλογο ή το μουλάρι ή το γαϊδούρι
άλογο ή το μουλάρι ή το γαϊδούρι
Κορυφή σελίδας
Η
Ήγκαιρο = το γάλα των αιγοπροβάτων αμέσως μετά τη γέννα
Ήμορο = Ειδικός φόρος (κατά προτίμηση σε εμπορεύσιμο είδος)
Θ
Θαραπαύομαι = ευχαριστιέμαι
Θειάκου = θεία
Θειαμένομαι = απορώ μαζί σου
Θερμοτσούκλιασα = πόνεσα
Θερστής = ο μήνας Ιούνιος
Θηλκώνω = κουμπώνω
Θκάρ' = θήκη για μαχαίρι
Θμιάμα = λιβάνι
Θράκα = αναμένα κάρβουνα
Θρασίμι = ψοφίμι
Θράψ' = μεγάλη καταστροφή
Θυμητικό = μνήμη
Θύμωμα = πρήξιμο, ερεθισμός
Κορυφή σελίδας
Ι
Ίγκλες = ειδικές λουρίδες που μπαίνουν στα πόδια άγριου αλόγου για ημέρωμα
Ιδιάζω = ετοιμάζω το νήμα για τον αργαλειό
'Ιδσμα = χρήσιμο πράγμα
Ίσκιωμα = άσχημη γυναίκα (μεταφ.)
Ίσκνα = παράσιτο δέντρου που χρησίμευε σαν φυτίλι στο τσακμάκι
Κορυφή σελίδας
Κ
Καβαλάρς = κεντρικό δοκάρι στην κορυφή της στέγης
Καβαλκεύω = ιππεύω
Κάβρας = κάβουρας
Καζίκ' = πάθημα
Κάηκε (η γίδα) = δεν αρμέχτηκε έγκαιρα
Καθάριο = σταρένιο ψωμί
Κακαράντζες = τα«κακά» της γίδας ,του λαγού
Κακατσίδα = βελανίδι από δέντρο
Κακκάβ' = μεγάλη κατσαρόλα
Κακομούτσουνος = αυτός που έχει άσχημο πρόσωπο
Καλβώνω = πεταλώνω
Καλέσματα = τα προσκλητήρια
Καλκάνι = η δοκός που στηρίζει τα επίπεδα της σκεπής εκεί όπου σχηματίζουν τον κορφιά (κορυφογραμμή)
Καλοπίχερα = εύκολα
Καλοσκέρσα = πρωτοδοκίμασα γεύση από τη νέα σοδειά
Καλούδια = δώρα που δίνουν στα παιδιά
Καλυβοσφύρι = το σφυρί που πετάλωναν τ ’ άλογα
Καμούτα = θεατρινισμός ,νάζι
Καναβιά = τριχιά
Καναρά = μέσος όρος
Κανούτα = κατσίκα με σταχτί χρώμα
Κανούτος = σταχτής (συνήθως για ζώα)
Καντήλα = μεγάλο σπυρί
Καπίστρι = τα ινία του αλόγου
Καπότο = μάλλινο πανωφόρι
Καραούλι = παρατηρητήριο ,σκοπιά
Κάργας = παλικαράς
Καρδάρα = ξύλινο στρογγυλό δοχείο για άρμεγμα
Καρδελάγκος = λάρυγγας
Καρκαλέτσι = κοκίτης (καθ. κοκκύτης), ασθένεια με πολύ βήχα
Καρκανιάς = κοκίτης
Καρκανιδιάζω = καίγομαι πολύ
Καρκολόιμα = κακάρισμα κότας
Καρκώθκα = στραβοκατάπια ,μου στάθηκε κάτι στο λαιμό
Κάρνα = κάρβουνα
Καρούτα = ξύλινο δοχείο για τα σταφύλια
Καρόφλα = τα φύλλα της καρυδιάς
Καρποστάλι = κάτι πανέμορφο (χαϊδευτική λέξη)
Κασαβέτι = πρόβλημα ,στενοχώρια
Κασκαρίκα = φάρσα
Καστραβέτσια = αγγούρια
Καταγάργαλα = κορυφή, κατακόρυφα
Καταή = κάτω
Κατακέφαλο = καρπαζιά
Καταντιά = καλή κατάσταση, ξεπεσμός
Καταντίπ = καθόλου
Καταξλιάς = ψηλός και αδύνατος
Κατασάουρα = τελείως κάτω, στο χώμα
Κατάσαρκα = κάτι που φοριέται κάτω απ τα ρούχα, έχει επαφή με τη σάρκα
Καταχεριάζω = χτυπάω με τα χέρια
Κατικνιά (αντάρα) = ομίχλη
Κατκιά = στάβλος , καλύβι
Κατσαπλιάς = ο αδιάφορος
Κατσούλα = κουκούλα
Καφοκούτ = κουτί για ζάχαρη και καφέ
Καχριμάνης (καχριμάνς) = ο σπουδαίος
Καχριμάνσα = η σπουδαία
Καψερός = καημένος
Καψώνω = ζεσταίνομαι
Κενώνω = βάζω φαγητό στα πιάτα
Κεφαλάρι = το ακαλλιέργητο τμήμα μεταξύ δύο χωραφιών
Κεφαλαριά = πονοκέφαλος
Κεφτεντές = κομμάτι ξύλο για τεμάχισμα κρέατος
Κίκαρη = φλυτζάνι του καφέ
Κιλμπάσια =έντερα και στομάχι
Κιό = ναι αλλά όμως, μα αφού
Κλαπάτσα = αρρώστια των προβάτων
Κλαπατσίγκανα = τα μουσικά όργανα ορχήστρας πανηγυριού (συμπεριλαμβανομένης και της μικροφωνικής)
Κλιορεύω = κοιμάμαι
Κλιτσνάρια = πόδια
Κλοτσοτύρι = παράγωγο ξυνόγαλου
Κλούρα = καλαμποκίσιο ψωμί
Κόθρος = γωνία , τα ακριανά κομμάτια πίτας ή γλυκού που ακουμπούν στο πλάι του ταψιού
Κόκαλο = κουκούτσι
Κοκκόσες = καρύδια
Κοκώνι = μικρό σκυλί
Κολοκαθιά = βαθύ κάθισμα , χορευτική φιγούρα
Κολοκούρσμα = κούρεμα προβάτου
Κομποδόρια = ντομάτες
Κοντό = πουκάμισο
Κοπά = κόβω δρόμο , ακολουθώ συντομότερη διαδρομή
Κόπλα = ξύλα που παρασέρνονται από ποτάμι
Κορδέλια = παπούτσια με κορδόνια
Κορκόζα = κεφάλ ι(λίγο μεγάλο)
Κορύτος = η ταΐστρα του γουρουνιού
Κορφάδα = η κορυφή του βλαστού
Κορφή = υπόξινο γάλα
Κορφίγκι = το πρώτο γάλα (χοντρό)
Κόσα = πλεξούδα γυναικείων μαλλιών
Κοσιά = μεγάλο δρεπάνι με μακρύ ξύλο
Κοτάω = τολμώ
Κότσαλο = το κοτσάνι που μένει όταν ξεσπυριστεί το καλαμπόκι
Κουζιλίμι = κατσίκι ατίθασο
Κουκουμέλες = μανιτάρια
Κουκουμελιώμαι = πηδάω για να φτάσω κάτι
Κουλουφουτιά = πυγολαμπίδα
Κουμάσι = το σπιτάκι του γουρουνιού
Κουμπουδιάζω = δένω κόμπο
Κουντράω = χτυπάω ή σπρώχνω με το κεφάλι
Κουρδουμπούλι = σβόλος
Κουρκουζώητος = αυτός που ζεί πολλά χρόνια
Κουρκουκέφαλο = η κορυφή του κεφαλιού
Κουρκούλια = μικρές πέτρες
Κουρκουσούρα = κουτσομπόλα γυναίκα
Κούρνα = κοτέτσι
Κούσαλο = καταβεβλημένος άνθρωπος, γέροντας
Κουσεύω = περιπλανιέμαι
Κουσί = γρήγορα
Κουσούλτο = σχέδιο
Κουτέλι = σκυλί που τριγυρίζει άσκοπα
Κουτιρίτσα = μικρή σαύρα σκουρόχρωμη
Κούτρα = το μέτωπο
Κουτσαβέλι = μικρό σκυλί
Κουτσάνα = γυναικεία κοτσίδα
Κουτσίδες = πλεξούδες
Κουτσιουμπλή = κοντή, πλατιά και άσχημη μύτη
Κούτσκο = μικρό
Κουτσοκεφαλίσκα = Δεν μπορώ να κρατήσω το κεφάλι μου όρθιο (συνήθως από νύστα
Κουτσοπέτσαλος = χάβρα , σαματάς
Κραίνω = φωνάζω
Κραμποκούκι = είδος ψωμιού με καλαμποκίσιο αλεύρι
Κρεβάτα = μπαλκόνι
Κρεμάδα = ολοκλήρωση εργασίας (απαλλαγή), αρμαθιά καλαμποκιού κρεμασμένη
Κρεμαντζουλίστκα = κρεμάστηκα από τα χέρια
Κρεμαστάλω = ενα σιδερικό που κρεμούσαν την κατσαρόλα για να βράσουν φαγητό
Κριάς = κρέας
Κριτσιανάω = τρίζω
Κριτσιανοβολάει = αστράφτει και βροντάει
Κριτσίλωσε = στράβωσε
Κρούνα = κουρούνα, κακιά γυναίκα (μεταφ.)
Κρυότ’ = δροσερός καιρός
Κταβ = νεογέννητο σκυλί, κουτοπόνηρος άνθρωπος (μεταφ.)
Κτσός = κουτσός
Κτσούμπ' = το κομμάτι του κορμού που μένει στη γη μετά το κόψιμο του δέντρου
Κορυφή σελίδας
Λ
Λαβέματα = παιδικό παιχνίδι …. το γνωστό σε όλους "κυνηγητό".
Λάγανο = βράχνιασμα από δυνατές φωνές ή πολυλογία
Λαγαρίζω = ξεκαθαρίζω, στραγγίζω, φιλτράρω
Λαγαρό = η βουβωνική χώρα (μασχάλη) των μπροστινών ποδιών του ζώου (των πίσω "βελανίδα").
Λάγκεψα = ξαφνιάστηκα
Λαγκιόλι = ελλάτωμα
Λαΐνα = πήλινο δοχείο
Λάκα = επίπεδο τμήμα εδάφους
Λακάω = φεύγω γρήγορα
Λαουτιάζω = λουφάζω
Λάρωσε = ησύχασε , μη μιλάς
Λατζοκόβω = ανυπομονώ
Λατσούδα = κλαδί από έλατο
Λειανοφάσλα = φασόλια μικρά ( αμπελοφάσολα)
Λειάνσα = τεμάχισα
Λέσιο = αδύνατο ζώο
Λιμασμένο = το πολύ πεινασμένο
Λιόκια = όρχεις
Λιουγκρίζω = ίσα που βλέπω , μόλις που διακρίνω
Λισγάρι = πολύ ψηλό
Λιτάρι = σχοινί
Λμάκι = κομμάτι ξύλου πολύ ίσιο
Λοιμπά = τα λιόκια
Λούρα = βέργα
Λτσέκι = μονάδα βάρους (20 οκάδες) κυρίως για δημητριακά
Λυκοτίνια = μικρά αρνιά
Λώβα = λέπρα , μτφ. η βρωμιά
Λωβιάζω = μτφ. βρωμίζω, μαγαρίζω
Κορυφή σελίδας
Μ
Μαγάρα = ακαθαρσία, λωποδύτης (μεταφ.)
Μακεδονήσι = μαϊντανός
Μακελεύτηκα = χτύπησα πολύ άσχημα
Μακροσκοινάω = δένω κάποιο ζώο με πιο μακρύ σχοινί να βοσκήσει περισσότερο
Μαλτέζικο = καλή ράτσα αμνοεριφίων
Μανάρι = αρνάκι που έχει ιδιαίτερη περιποίηση
Μαναφλίκια = κουτσομπολιά
Μάνες = μεγάλα αρδευτικά κανάλια
Μανιώνω = θυμώνω
Μάνταλος = αυτοσχέδιος μηχανισμός να κλίνει η πόρτα
Μαξούμι = μικρό παιδί
Μαργώνω = κρυώνω
Μαρκάλος = ζευγάρωμα ζώων
Μαρμάγκα = αράχνη με δυνατό δηλητήριο
Μάσια = μεταλλικό εργαλείο που χρησιμοποιούμε για τη φωτιά στο τζάκι
Μάσινα = καλύβα
Μαστραπάς = κανάτα
Ματσαραγγιά = ξεγέλασμα , εξαπάτηση , κοροϊδία , παραπλάνηση , εμπαιγμός
Ματσάστκα = δέχτηκα μεγάλη πίεση
Ματσλάω = μασάω
Μαυλάω = καλώ το ζώο να έρθει κοντά μου
Μεσάλι = τραπεζομάντηλο
Μίνια = μία
Μίρλα = κλάμα
Μντζούρα = η άσχημη (μτφ)
Μντσούνια = τα μούτρα, το πρόσωπο
Μόλογο = ρεζίλι
Μολόημα = φήμη
Μολφίδα = δείγμα (π.χ. μπήκ' η αλεπού στον κοτέτσο και δεν έμεινε μολφίδα από κότα)
Μουζίλι = χλωρό βαρύ ξύλο
Μούκλο = μάγουλο , αμπούκα
Μουλαΐμκος = Άνθρωπος ήρεμος, πράος,συμβιβαστικός,(χαρακτηρισμός και για ζώα)
Μούλκι = χωράφι
Μούλος = νόθος
Μουνούχι = το τεχνικά στειρωμένο
Μούρσια = Η μάσα (με την έννοια της μπάζας - αρπαχτής)
Μουστερής = πελάτης
Μουτλάκου = οπωσδήποτε , χωρίς άλλο , σώνει και καλά
Μούτος = μουγγός
Μόχαλο = πέτρα
Μπαΐλσα = λιποθύμησα
Μπαϊλσιά = λιποθυμία
Μπάκακας = βάτραχος
Μπάλα = μέτωπο , κούτελο ,(μι βάρσει ου ήλιους κατάμπαλα)
Μπαλατσάρσα = παλάβωσα
Μπαντριτζάνες = μελιτζάνες
Μπαρμπουλωμένος = καλυμμένος, σκεπασμένος στο κεφάλι
Μπατσλιά = χαστούκι
Μπαχλατάω = πολυλογώ (λέω πολλά χωρίς αξία)
Μπερμπεκάω = ξεδιαλέγω ,ψάχνω γύρω από τα δένδρα για καρπούς πεσμένους κάτω (καρύδια, κ.ά.)
Μπικιόνι = τσίγκινο ποτήρι
Μπιρμπελόνια = είδος φαγητού (ζυμαρικό)
Μπιτ = καθόλου
Μπίτσα = τελείωσα
Μπιχτιά = πολύ απότομη κατηφόρα
Μπλαθρί = χοντρό
Μπλαντζάστκα = ανταμώθηκα
Μπλιόρι = τράγος από ενός έως δύο ετών
Μπλιτσανάω = χτυπάω με τα πόδια το νερό
Μπόκαλα = πέτρες
Μπόμπια = εντόσθια κότας
Μπονώρα = πολύ πρωί
Μποτεινό η Πουτινός= το πατάρι , ο χώρος ανάμεσα στο ταβάνι και τη σκεπή
Μπούγλα = μεταλλικό δοχείο λαδιού
Μπούζιακας = πολύ ζεστό
Μπουρδόνι = κάποιος με παχουλό πρόσωπο (στρουμπουλός)
Μπουρμπουτσέλι = γενικά τα άγνωστα μικρά έντομα
Μπουχός = σκόνη
Μπράσκα = πολύ μεγάλος βάτραχος
Μπρέσκα = φουσκωμένη κοιλιά
Μπρέτσικος = ο ευέξαπτος άνευ λόγου και αιτίας
Μπρίζω = κλαίω δυνατά
Μπριντζλίνες = το χαλαρό δέρμα το πλαδαρό
Μπχαροποδιά = ύφασμα που τύλιγαν γύρω-γύρω το τζάκι
Μπχούστης = το παζάρι
Μστόβλακος = χαζός
Μτσούνια =πρόσωπο
Μχαρί = (μουχαρί) η καμινάδα εσωτερικά
Κορυφή σελίδας
Ν
Νάμου = δώσε μου
Νείρομαι = ονειρεύομαι, επιθυμώ
Νικροσκούτ = σάβανο, (μεταφ. ο άχρηστος)
Νίλα = καταστροφή
Νιροτρουβιά = νεροτριβή
Νίφκα = πλύθηκα
Νογάω = καταλαβαίνω
Νόρλος = ουρά
Νούνος = κουμπάρος
Ντάβανος = είδος εντόμου
Νταβάς = μεγάλο ταψί
Νταγλαράς = μεγαλόσωμος
Νταϊάκι = φούρκα
Νταλάκι = σαμιαμίδι
Νταραβέρι = συναλλαγή
Ντελικάδα = φάρυγγας
Ντζιώρας = ξεροκέφαλος
Ντιβικέλης = πλούσιος
Ντιπ = με όλη τη σημασία της λέξεως , στη κυριολεξία
Ντορβάς = ταγάρι υφαντό
Ντορός = ίχνος
Ντουρλώνω = στήνω
Ντράβαλος = φασαρία
Ντρόχαλα = χοντρές πέτρες
Κορυφή σελίδας
Ξ
Ξαγάρι = αμοιβή του μυλωνά από το άλεσμα
Ξαγκλίζω = χτενίζω τα μαλλιά για να ξεμπερδευτούν
Ξάγναντο = ξέφωτο
Ξάι = ένα φορτίο ίσο με το φορτίο ενός φορτηγού ζώου(80 οκάδες)
Ξακριάξω = σκάβω το χωράφι μέχρι τις άκρες
Ξαμώνω = τεντώνω το χέρι μου για να χτυπήσω κάποιον
Ξανγκρίζω = παρακινώ
Ξαποσταίνω = ξεκουράζομαι
Ξαποστασιά = ξεκούραση
Ξαρίζω = σκουπίζω
Ξαστοχάω = ξεχνώ
Ξεγιαλάω = κοροϊδεύω
Ξεγραδώνομαι = ξεφεύγω από κάτι
Ξεζάρκοτος = γυμνός
Ξεθλυκώνω = ξεκουμπώνω
Ξεκάμπισα = εμφανίστηκα ξαφνικά μπροστά σε κάποιον
Ξεκλέτζωνος = πολύ ψηλός
Ξεκλιτσινιάστκα = άνοιξαν πολύ τα πόδια μου
Ξεκοπή = χωρίς μέτρημα
Ξεκουμποδιάζω = ξεμπλέκω
Ξεκουτιασμένος = αυτός που δεν έχει μυαλό
Ξελαμπαδιάζω = φανερώνω , αποκαλύπτω , δημοσιοποιώ πράξεις κάποιου ενώπιόν του
Ξεμουτόχου = επίτηδες , αποκλειστικά ,επί τούτου
Ξεμπλέτσωτος = γυμνός
Ξεμπριστουριάστκα=(μεταφ.) ο έμμετος, έβγαλα τα συκότια μου
Ξεμτσουνιάσκει=χτύπησε πολύ στο πρόσωπο
Ξενιτάρω = τελειώνω
Ξεντεργάνω = ξεμπερδεύω
Ξεντραχτώθκα = διαλύθηκα
Ξεπιτούτου = επίτηδες
Ξεπορδαλιάσματα = λέξη η οποία έχει την ίδια έννοια με το "κύκνειο άσμα"!!
Ξέρακας = ξερό δέντρο
Ξεροτχιά = τοίχος χωρίς τσιμέντο
Ξεσιουμπέιστος = άνθρωπος χωρίς έγνοιες
Ξεσκλίστκα = έσκισα τα ρούχα μου
Ξεστρίφτκα = εξαντλήθηκα
Ξετσαουλιάστκα = μου φύγαν τα σαγόνια απ’ το χασμουριτό
Ξετσιώνιασε = αλήτεψε
Ξετσουνιάζω = αλητεύω
Ξεφόρτωμα = απαλλαγή από το κακό μάτι με το ξεμάτιασμα
Ξιμπλέτσοτη = η προκλητικά ντυμένη από τη μέση και πάνω
Ξιτσαρνίζουμι = εξουθενώνομαι
Ξουρέξια = ορεκτικά, ευκολίες (μεταφ.)
Ξυλοφάι = λίμα ειδική για ξύλο, η ράσπα
Ξώκαρδα = χωρίς ζήλο
Ξώπετσα = επιφανειακά
Κορυφή σελίδας
O
Οβολιός = σωρός από πέτρες
Οδίζω = μοιάζω με άλλον
Ολοσούσουμος = ολόκληρος
Όξου = έξω
Οργιό = ρίγος
Όρσε = ορίστε, πάρε
Ορσίδα = κανάλι στη πλαγιά του βουνού από το οποίο μετά από βροχή ή χιόνι παρασύρονται πέτρες,κορμοί δέντρων κ.ά
Ουβάσ(ου) = σώπασε ,μη μιλάς ,λάρωσε
Ουδεκεί = κοντά
Ουλουένα = πάντοτε
Ουλουμία = μονομιάς
Ούρδα = διάρροια
Όχτος = φυσικό χωμάτινο αντέρεισμα (ένας μικρός γκρεμός)
Όψιμο = άργησε να ωριμάσει
Κορυφή σελίδας
Π
Πααίνω = πηγαίνω
Παγανά = καλικάντζαροι
Παίνια = έπαινος
Παλαμίζω = βάζω το χέρι στο ευαγγέλιο
Παλάντζα = ζυγαριά
Παλάντζας = αυτός που δεν κρατάει τον λόγο του
Παλαντζίκι = εξάρτημα του εξοπλισμού (ζυγάλετρων)
Παλιορούτια = παλιά ρούχα
Παλιοσπόρια = είδος φαγητού
Παπαδέλες = καθαρισμένα κάστανα ψημένα ή βρασμένα
Παπαρδέλας = φλύαρος
Παραβέλαξα = ούρλιαξα απ' τον πόνο
Παραβόλα = η άκρη του χωραφιού που έχει βάτα
Παραβολιάζω = κρατάω τα ζώα στις άκρες του χωραφιού να βοσκήσουν (να μη φάνε τα σπαρτά)
Παραγκώμ' = παρατσούκλι
Παραγών' = ο χώρος γύρω από το τζάκι
Παραδουλειά = μικροδουλειά
Παραδώθε = πιο κοντά
Παρακαλιά = αλληλοβοήθεια
Παρακατούλια = λίγο πιο κάτω
Παρακούμπαρος = ο βοηθός του κουμπάρου
Παραμάζωμα = παίρνω κάποιον σπρώχνοντας βίαια, τον ισοπεδώνω
Παραπανούλια = λίγο πιο πάνω
Παραπήρα = έκανα κάτι κατά λάθος
Παρασάνταλος = ανάπηρος ,γενικά αυτός που έχει άσχημη όψη
Παρασόλησα = φοβήθηκα απότομα, τρόμαξα
Παρέκεια = πιο πέρα
Παρμάρα = παράλυση
Παστρεύω = καθαρίζω
Παταγούδ’ = πολύ κρύο
Πατατούκα = πολύ χοντρό παλτό
Πατήκια = πλεκτές χοντρές κάλτσες
Πατλιά = μεγάλο αγκάθι που μπαίνει στα πόδια
Πατσιακλός = αυτός που δεν περπατάει σταθερά
Πάφλας = τενεκές
Παχνί = ταΐστρα
Πεδιλόγα = το σχοινί με το χοντρό πανί που μπαίνει στη πλάτη για το ζαλίγκομα
Πεδούκλωμα = δέσιμο ποδιών
Πεντάλιφτου = πενηνταράκι
Περαταριά = πέρασμα
Περδικλώθκα = παρεμποδίστηκα από κάτι και έπεσα
Περδικούλα(μεταφ.) = ψυχή , (το λέει η περδικούλα του)
Περιούδα = τα έμμηνα
Περονιάζω = διαπερνώ
Πέτρα = το φύλλο της πίτας ή του μπακλαβά
Πετρόβεργο = το ξύλο για το άνοιγμα φύλλου πίτας ή γλυκού , ο μπλάστρης
Πετσούρι = μικρό κομμάτι καλλιεργήσιμης γης
Πιανούμενος = αρκετά μεγάλος
Πίγκωμα = μεγάλη πίεση, στενοχώρια
Πιγκώνω = πιέζω πολύ κάποιον
Πιδούρια = μικρά παιδιά
Πίμπλα = βλέφαρα
Πίστουμα = μπρούμητα
Πιστρώνομαι = κάθομαι
Πλαγιάζω = γυρίζω στο πλάι, κοιμάμαι
Πλακανίδα = επίπεδη πλάκα μεγάλων διαστάσεων
Πλακίδα = νεαρή κότα
Πλαστός = χορτόπιτα με ζύμη καλαμποκάλευρου
Πλατσανάου = χτυπώ με δύναμη το νερό με τα πόδια μου
Πλαχούρας = αυτός που έχει μεγάλα αυτιά
Πλίματα = υπολείματα φαγητού
Πλόχερο = χούφτα του ενός χεριού
Πολιτσάνισσα = γυναίκα της πόλης
Πόντζι = ρόφημα για το κρυολόγημα (ζεστό τσίπουρο με ζάχαρη)
Πόρος = δυσμενής εξέλιξη (περίμενε και θα ειδείς τι πόρο θα πάρει)
Πουλουποδιά = σαρανταποδαρούσα
Πούντα = κρύωμα
Πουντιάζω = κρυώνω
Πουρδάλες = μυρμήγκια
Πουριά = μικρό πέρασμα για ζώα
Πουτινός η Μποτεινό = το πατάρι , ο χώρος ανάμεσα στο ταβάνι και τη σκεπή
Πουτσαρίνα = γεροδεμένη δραστήρια γυναίκα
Πουτσαρούλας = απαξιωτική προσφώνηση σε άντρα
Πράματα = τα διάφορα ζώα
Πρατάρης = ο βοσκός των προβάτων
Πρατίνα = προβατίνα
Πρατόγαλο = γάλα προβατίνας
Πρέντζα = κλωτσοτύρι
Πριάκονο =λίμα ή λιμάρι
Πρίσκαλα = άγρια σύκα
Προγκάω = τρομάζω ένα ζώο για να φύγει
Πρόπσα = πρόλαβα
Προσλαΐνω = βυζαίνω τα μικρά αρνιά
Προσλιάζομαι = κάθομαι στον ήλιο για να ζεσταθώ
Προσφαΐζου = τρώω το ψωμί μαζί με κάτι άλλο
Προύτσαλα = προσανάμματα (τσάκνα)
Πρώιμο = ωρίμασε πριν την ώρα του
Πρώνομαι = ζεσταίνομαι
Πρωτοστάλαμα = οι πρώτες στάλες του τσίπουρου
Πτιά = στομάχι μικρού αρνιού ή κατσικιού που δεν έχει δεχτεί άλλη τροφή εκτός από γάλα
Πυρουμάδα = φέτα καλαμποκίσιου ψωμιού ζεσταμένη στο τζάκι
Κορυφή σελίδας
Ρ
Ράβδα = βέργα που ραβδίζουν τις καρυδιές
Ραγοβύζι = μπιμπερό
Ρακογυάλι = μικρό γυάλινο ποτηράκι για κέρασμα
Ρακοκανάτας = αυτός που πίνει πολύ τσίπουρο
Ράμα = σχοινί για τη χάραξη ευθείας γραμμής
Ραμαντάνς = ασουλούπωτος
Ρασεύω = τριγυρίζω
Ρέβου = αδυνατίζω
Ρεκάζω = φωνάζω πολύ δυνατά
Ρεμπεσκές = απεριποίητος, ακατάστατος
Ρεντζούκλι = Παλιό ύφασμα, άχρηστο, για πατσαβούρα.
Ρζαύτ’ = κρόταφος
Ριγανέλα = είδος τριχιάς
Ρικουμανάω = φωνάζω δυνατά, (από το ρέκος) ρεκάζω
Ριμπάπ' = ξυλοκόπημα
Ριπιτσιούνι = βρώμικο, πολύ λερωμένο
Ρμαδ' = ερείπιο
Ρογγίζου = κόβω δέντρα του δάσους
Ρογκαλιάστκα = τρυπήθηκα από κομμάτι ξύλου
Ρόκα = καρπός καλαμποκιάς
Ροκιά = φυτό καλαμποκιάς από το καρπό και πάνω
Ροκίσιο = καλαμποκίσιο ψωμί, η μπομπότα
Ρουπακιά = περιοχή με χαμηλά πουρνάρια
Ρουπώνου = χορταίνω
Ρούσσα = κοκκινόξανθη
Ρουχνάω = ροχαλίζω
Ρυμουσέλι = έρμο, χωρίς αφέντη - κύριο
Κορυφή σελίδας
Σ
Σαγάνι = τσίγκινο πιάτο, τηγάνι
Σαδέ = ειδάλλως
Σάισμα = κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι κατασκευασμένο από μαλλί τράγου
Σακαΐ = ασθένεια πνευμόνων των αλόγων
Σακοτρύπι = αγκάθι
Σαλαγάω = κατευθήνω το κοπάδι
Σαλιβάρι = ξύλο που τοποθετούσαν στο στόμα του κατσικιού για να μη βυζαίνει
Σάματι = μήπως
Σαούρα = μεγάλη ησυχία
Σαούριασε = σώπασε, βγάλε το σκασμό
Σαριά = ο ιδρώτας των προβάτων που φαίνεται πάνω στο μαλλί τους
Σαρμανίτσα = κρεβάτι βρέφους (κούνια)
Σαρώνω = σκουπίζω
Σβάρνα = εργαλείο του ζευγολάτη
Σβαρνιάρα = η γυναίκα που περπατάει σέρνοντας τα πόδια της
Σβαρνιέμαι = σέρνομαι
Σβαρνίστκα = σύρθηκα
Σβόερας = δραστήριος, ανήσυχος
Σβουνιά = ακαθαρσία (τα κακά) της αγελάδας
Σγανζίκι = ιδιότροπος-στρεβλή προσωπικότητα
Σγαντζάπ' = ιδιότροπος άνθρωπος
Σγαρλάου = ανασκαλεύω
Σγαρόνια= πρόχειρα υποδήματα από δέρμα ζώου
Σεπέτι = μπαούλο
Σέπωμαι = σαπίζω
Σερκό = αρσενικό
Σερμπούνι = κρυολόγημα
Σέρπετο = σαύρες, σκορπιοί, γενικά τα πολύποδα
Σιάδα = ίσιωμα
Σιαδώθε = προς τα εδώ
Σιαηλός = χάχας, βλάκας
Σιαϊταναραίοι = σατανάδες
Σιακάτ = προς τα κάτω
Σιαμουρλός = παλαβός
Σιαμτελός = ολιγόμυαλος, χαζός
Σιαπαταλός = αυτός που δεν περπατάει καλά
Σιαχλασμένο = χαλασμένο
Σίδερο = δόκανο
Σιλπί = ψαροπαγίδα (κυρίως για πέστροφες )
Σιμά = κοντά
Σιουράου = σφυρίζω
Σιώρια = ελεεινά, τρισάθλια
Σκαμνιά = μουριά
Σκαμπασιά = σκελετός
Σκανιάζω = στενοχωριέμαι
Σκαπετάρσα = ξέφυγα
Σκαρσμένο = τρελό-φευγάτο
Σκέλ’σμα = μάτιασμα
Σκερεύω = Τακτοποιώ, νοικοκυρεύω
Σκέριο = νοικοκυριό
Σκιάζομαι = φοβάμαι
Σκιζάρι = ξύλο σκισμένο για πάσσαλος(Συνήθως από κέδρο ή καστανιά)
Σκιόρμα = άσχημος άνθρωπος
Σκλέντζα = παιδικό παιχνίδι
Σκλί =σκυλί
Σκλιμπόνια = έντομα
Σκοπ' = ξύλο
Σκορδομπάτσος = παιδικό παιχνίδι
Σκούπρα = σκουπίδια
Σκρούμπος = καμμένο
Σλουή = σκέψη -συλλογισμός
Σοκακιάρκος = αυτός που τριγυρίζει
Σομπολιάζω = ταιριάζω
Σοσόνια = καλτσάκια
Σουλουή = σκέψη
Σούμπρα = καρυδόψυχα
Σουργούνι = ξευτιλισμός, ρεζίλεμα ( σέδιο )
Σουρίζω= δίνω σημασία, υπολογίζω
.
Σούρλα = η μύτη του γουρουνιού
Σουρλοκάλυβα = πρόχειρες βλάχικες στρογγυλές καλύβες από άχυρα, φτέρες ή βούρλα
Σούτα = γίδα χωρίς κέρατα
Σουτέρεψα = σκότωσα (κυρίως ερπετό)
Σπάπι = αιδοίον
Σπλήξ’ = άγχος
Σπλόνι = είδος χόρτου με φαρμακευτικές ιδιότητες
Σπορδέκλια = είδος θάμνων με ασπρόμαυρα λουλούδια (ο Ασφόδελος)
Σπρούχνη = η στάχτη με αναμένα κάρβουνα
Σταλικομένος = καθηλομένος
Στάλος = σκιερό μέρος που κάθονται τα πρόβατα το μεσημέρι
Στενούρα = στενός τόπος
Στέρφος–α = στείρος-στείρα
Στεφάνι = γκρεμός
Στιβάλια = παπούτσια
Στουμπάου = χτυπάω με δύναμη κάτι
Στουμπιά = πέτρα για πετροβόλημα
Στουμπίστκα = δέχτηκα μεγάλη πίεση , ματσάστκα
Στραβοτσιάουλος = αυτός που έχει στραβό σαγόνι
Στραγγλάου = στραμπουλάω
Στρουπίτσι = ξύλο κομμένο μακρύ και ίσιο(συνήθως ελατήσιο)
Συγχαρίκια = αμοιβή σε κάποιον που φέρνει καλά νέα
Συμπράγκαλα = αποσκευές
Συνγκεριάζω = τακτοποιώ
Συντελεύτκα = καταστράφηκα πλήρως
Συντρόφι = ανδρικό εσώρουχο
Σύπραγος = άναυδος, έκπληκτος ή και ήσυχος
Συρμή = κρυολόγημα
Σφαλαγγούδια = αράχνες
Σφαϊό = δυνατός πόνος
Σφάλαγκας = αράχνη
Σφαλαγκουδιά = ιστός αράχνης
Σφεντζώνω = κατασκευάζω "τοιχοποιία" με πλέγμα κλαδιών
Σφίχτκα = έτρεξα
Σφούνι = το ακροφύσιο η απόλυξη της κάναλης του νερόμυλου
Σών' ή Σώνει = φτάνει, σταμάτα
Κορυφή σελίδας
Τ
Τάβλα = τραπέζι
Ταπίστομα = μπρούμητα
Ταράφι = η φάρα
Ταρταρούγα = χελώνα
Ταχειά = αύριο
Τένγκι = ξύλινη κατασκευή που χρησιμοποιείται για τη συσκευασία του τριφυλλιού σε δέμα (μπάλλα)
Τζόρας = ανόητος
Τζουμάκι = μακρύ ξύλο
Τζουμακιές = χτυπήματα με το τζουμάκι
Τζούφλια = μάτια
Τίνγκα = γεμάτο
Τλούπα = μαλλί για γνέσιμο, μεγάλη νιφάδα χιονιού
Τλουπώνομαι = τυλίγομαι με ρούχα-σκεπάσματα
Τλώθκα = σφίχτηκα
Τούζι = μπόρα
Τραγαζίκα = Το τομάρι που άδειασε από τυρί, (μεταφορικά κάτι άχρηστο)
Τρανός = μεγάλος
Τραπέτσι = ξινό
Τράω = κοιτώ, βλέπω
Τριβαλιάζω = τσακίζω
Τριμτάνα= τρεμούλα
Τριφτάρι = πέτρα ποταμίσια που τη χρησιμοποιούν για να τρίβουν αλάτι κ.ά.
Τριψιάνα ή τρίψα = κομμάτια ψωμιού τριμμένα μέσα σε πιάτο με γάλα
Τσακατόρα = εργαλείο που προκαλεί θόρυβο για να απομακρυνθούν επιβλαβή ζώα από το χωράφι (μεταφ. η πολυλογού γυναίκα , η γλωσσοκοπάνα)
Τσακνάκι = μικρό πολύ λεπτό κλαράκι
Τσακναρίδα = αυτή που έχει πολύ λεπτά πόδια
Τσακτσίρα = παντελόνι παραδοσιακής στολής
Τσαλακατιώνται = λογομαχούν έντονα
Τσαλαφούτι = παράγωγο πρόβειου γάλακτος
Τσαντίλα = πανί για το στράγγισμα του τυριού
Τσαούλι = η κάτω γνάθος
Τσάρκος = χώρισμα του στάβλου για αρνιά ή κατσίκια.(να μη βυζαίνουν)
Τσαρναράει = ίσα που τρέχει(το νερό στη βρύση ή στ' αυλάκι)
Τσαρπάλι = Αυτό που μένει στο δέντρο όταν κόβουμε ένα κλωνάρι
Τσαρπνιά = το αγκάθι από το δένδρο της γκορτζιάς
Τσατμάς = διαχωριστικό δωματίου από άχυρο, λάσπη και ξύλα
Τσάχαλο = σκουπίδι
Τσέργα = φλοκάτη
Τσέρμιασμα = μούδιασμα
Τσιακλατάω = χτυπάω τα αυγά
Τσιαμπαλούκια = μαλλιά
Τσιάφ’ ή Τσβούρα = η πρωινή πάχνη
Τσίγγανος = ο επιλεκτικός στο φαγητό
Τσίκα = μικρή φλόγα
Τσικροπελεκάω = πελεκάω κάτι με τσεκούρι έτσι στα χαζά να περνάει η ώρα
Τσιλόνι = άχρηστο ρούχο
Τσιμπλοκούκι = λυχνάρι
Τσιόκαλα = τα φλούδια απ' τα καρύδια ή τα φασόλια, κομμάτια πέτρας για σφήνες
Τσιουπλεντάρα = είδος πτηνού
Τσιουτίκα = μεγάλο κεφάλι
Τσιουφτελίτης = γρουσούζης
Τσιριγκούλι = ξεσκισμένο ρούχο
Τσίτουσα ή αξίφωσα = χόρτασα
Τσιτσικώνω = σκάω στο κλάμα
Τσλαφιάζω = τρομάζω από ξάφνιασμα
Τσοκάνισμα = τρόπος στειρώσεως ζώου
Τσόκος = …ανδρικό μόριο
Τσόλι = χαλί υφαντό από μαλλί τράγου ή γίδας
Τσουγγανάω = χτυπάω
Τσουγγανάω = χτυπάω
Τσούκνα = το κολλημένο φαΐ στη κατσαρόλα
Τσούμα = ο βολβός της ρίζας του ερυκόδενδρου
Τσουμαλίζω = τρώω
Τσουμανίκι = μπαστούνι
Τσουπελάκα = πράσινη σαύρα
Τσουρέπια = κάλτσες χοντρές πλεκτές
Τυρολόγος = ασκί γεμάτο τυρί
Τφάνι = περαστικό ψιλόβροχο ή μπόρα της στιγμής
Κορυφή σελίδας
Υ
Ύστερη = τελευταία
Φ
Φ’σκή = η κοπριά των ζώων
Φακιόλες = είδος καλαμποκιού (ποπ-κορν)
Φάκλα = πολύ ζέστη
Φανέστρα = μικρό παράθυρο πάνω στο ήδη υπάρχον (φινιστρίνι)
Φαρφάλα = φουσκάλα στο δέρμα
Φέξη = η ανατολή του ήλιου
Φερνό = ανοιχτό
Φερτκός = περαστικός
Φερφερένιο = πιάτο από πορσελάνη(όχι τσίγκινο)
Φιλεύω = κερνώ
Φιλί = κομμάτι
Φιλιρούδια = σκισμένα ρούχα, ρετάλια, κομματάκια
Φιοκόβει = θερίζει (το κρύο)
Φίσκα = γεμάτο
Φκάρι = κέλυφος
Φκαροβύζα = με μεγάλες θηλές (κυρίως για γίδα)
Φλακαράου = φτερουγίζω
Φλάτο = παλαβομάρα
Φλέσερα = πεσμένα φύλλα από δέντρα του λόγγου
Φλιά = δώρο
Φλιντούρξε = πέταξε στον αέρα
Φλιντράω = πετάω
Φλισούρ’ = πλήθος
Φλοκιαστή = φλοκάτη
Φλουέρα = ανόητος άνθρωπος
Φόλι = το αυγό που αφήνουμε στη φωλιά της κότας
Φόντα = από τότε
Φουρδακλιάσκα = κάηκα
Φούρος = χωματένιος φούρνος
Φρεντάσι = νάζι
Φστάν’ = φόρεμα
Φταίξος = ο υπαίτιος, αυτός που φταίει
Φτλιές = συκοφαντίες
Φτσέλα = ξύλινο βαρέλι
Φωτίκια = τα δώρα του νονού ή της νονάς
Κορυφή σελίδας
Χ
Χαβελές = σωρός πέτρες ,βαρύ φορτίο
Χαΐρ' = προκοπή
Χαλεύω = ζητώ
Χαμοκέλα = μικρή σε ύψος καλύβα
Χαμοκέρασο = αγριοφράουλα
Χαμχούϊας = ηλίθιος, χαζός
Χανάκα = ξύλινη τριγωνική κατασκευή στο λαιμό του γουρουνιού που το εμπόδιζε να περνάει από τους φράχτες
Χατήλι = η γωνία που σχηματίζετε από τη σκεπή και τον τοίχο εσωτερικά του σπιτιού
Χαύδα = στάση καθήμενης γυναίκας( με ανοικτά τα πόδια)
Χαψιά = μπουκιά
Χειμαδιά = τόπος που συγκεντρώνονται τά κοπάδια το χειμώνα
Χλιάρι = κουτάλι
Χλίβομαι = βασανίζομαι
Χλιμάρες = δουλειές
Χλιμένος = βασανισμένος, κακομοίρης
Χλωρωσιά = χλωρό χορτάρι
Χνέρι = ρεζιλίκι
Χόβολη = ζεστή στάχτη
Χούι = κακή συνήθεια, ιδιοτροπία
Χουϊάζω = φωνάζω δυνατά, μαλώνω
Χουναβιά = μέρος χωρίς θέα – βαθούλωμα (το Γούπατο)
Χουχτάω ή χουχουτίζω = φωνάζω για να διώξω τα άγρια ζώα
Χυμονικό = το καρπούζι
Κορυφή σελίδας
Ψ
Ψαρί = γκριζωπό
Ψένου = ψήνω
Ψες = εχθές
Ψ'μαδ = όψιμο κατσίκι ή αρνί
Ψ'χούδ' = το ψωμάκι των μνημοσύνων
Κορυφή σελίδας
Ω
Ωρέ = Επιφώνημα που εκφράζει έκπληξη, απορία, δισταγμό, προτροπή ή χρησιμοποιείται ως εναρκτήρια λέξη σε δημοτικά τραγούδια
Κορυφή σελίδας