Παίζοντας παραδοσιακά όργανα όπως το κλαρίνο, τα κρουστά και το λαούτο, η οικογένεια εξελίχθηκε σε σημείο αναφοράς για την παραδοσιακή μουσική. Με τα χρόνια, η αυθεντικότητα και η ποιότητα της μουσικής τους τούς χάρισαν την αναγνώριση τόσο από τους ντόπιους όσο και από τους επισκέπτες, εδραιώνοντάς τους ως σπουδαίους εκφραστές της δημοτικής παράδοσης.
Η ζωή τού έβαλε εμπόδια, δοκίμασε τη φωνή του, του στέρησε αγαπημένους ανθρώπους (τα αδέλφια του, Κώστα και Λάζο) , με τους οποίους πορεύτηκε στη μουσική. Όμως εκείνος δεν σταμάτησε. Γιατί το τραγούδι δεν ήταν μόνο το επάγγελμά του, ήταν η ζωή του, το χρέος του προς την παράδοση, η φωνή μιας οικογένειας. Ακόμα κι όταν οι δυσκολίες σημάδεψαν τη φωνή του, δεν μπόρεσαν ποτέ να σβήσουν το πάθος του.
Γιατί ο αληθινός καλλιτέχνης δεν τραγουδά μόνο με τις νότες, αλλά με την καρδιά, με το βλέμμα, με κάθε του κίνηση. Κι έτσι, κάθε φορά που τραγουδά, δεν ακούμε μόνο μια φωνή, βλέπουμε μια ιστορία, νιώθουμε μια αλήθεια.
Τον ευχαριστούμε και τον τιμάμε, γιατί μέσα από τη φωνή του, ακόμα και σήμερα, ζει η μουσική, ζουν οι μνήμες, ζουν οι άνθρωποι που δεν είναι πια εδώ, αλλά ποτέ δεν χάθηκαν.
Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε σε έναν χώρο γεμάτο φιλοξενία, μεράκι και άρωμα Άρτας, το καφεμεζεδοπωλείο της Λαμπρινής, στην οδό Λυκούργου 91, Καλλιθέα.
Εκεί, ανάμεσα σε καλούς μεζέδες και ακόμα καλύτερη παρέα, ο Πάνος μάς μίλησε για την πορεία του στη μουσική, τις αναμνήσεις του από την οικογένεια Τσαμπαίων (τότε που, μαζί με τα αδέλφια του και τον πατέρα του, αποτελούσαν ένα δεμένο παραδοσιακό συγκρότημα ) και την αστείρευτη αγάπη του για την παράδοση.
Δίπλα του πάντα, η σύζυγός του Λαμπρινή, φύλακας άγγελός του στις δυσκολίες που πέρασε, στηρίζοντας τον με αγάπη και δύναμη.
Π Τ: Ήταν τρόπος ζωής για εμάς. Ο πατέρας μου έπαιζε κλαρίνο, τα αδέρφια μου μπήκαν κι εκείνα στη μουσική από μικροί. Τα πανηγύρια, οι γιορτές, τα γλέντια ήταν κάτι που ζούσαμε από μέσα. Ήταν φυσικό να ακολουθήσω κι εγώ αυτόν τον δρόμο.
Ερ.: Ο Κώστας και ο Λάζαρος άφησαν το στίγμα τους στη μουσική. Πώς σε επηρέασε η απώλειά τους;
Π. Τ.: Ήταν μεγάλο πλήγμα. Ο Κώστας είχε σπουδαία φωνή, έφυγε πολύ νωρίς, μόλις 35 ετών. Και ο Λάζαρος ήταν μεγάλο ταλέντο, έπαιζε λαούτο, κιθάρα, τραγουδούσε. Δεν είναι εύκολο να συνεχίζεις χωρίς τους ανθρώπους που ξεκίνησες μαζί. Αλλά τους κουβαλάω πάντα μέσα μου, και με κάθε τραγούδι είναι σαν να είναι ακόμα εδώ.
Π.Τ.: Ήμουν περήφανος. Ο Κώστας είχε φωνή που άγγιζε την ψυχή, το ήξεραν όλοι. Όταν μπήκε στη δισκογραφία και συνεργάστηκε με έναν τεράστιο μουσικό όπως ο Γιώργος Κόρος, ήταν σαν να δικαιωνόταν το ταλέντο του. Ήταν η αναγνώριση που του άξιζε.
Σχόλιο: Έφυγε πολύ νωρίς…
Π. Τ.: Ναι, μόλις 35 ετών. Δεν το χωράει ο νους. Ήταν τόσο ξαφνικό! Ήταν δύσκολο για όλους μας. Αλλά η φωνή του υπάρχει ακόμα, στα τραγούδια του. Και όσοι τον ακούνε, καταλαβαίνουν πόσο σπουδαίος ήταν.
Π. Τ.: Ο Λάζαρος ήταν ψυχή της παρέας. Έπαιζε κιθάρα, τραγουδούσε… Είχε πάθος για τη μουσική, αλλά και μια ανεμελιά. Δεν μπορώ να τον θυμηθώ χωρίς να χαμογελάσω.
Ερ.: Ο Πέτρος δεν έγινε επαγγελματίας μουσικός, αλλά αγαπάει τη μουσική. Σου λείπει να τον έχεις δίπλα σου στο πάλκο;
Π. Τ.: Ο Πέτρος παίζει ντραμς και είναι εξαιρετικός. Αλλά δεν το έκανε επάγγελμα, επέλεξε άλλο δρόμο. Όμως, κάθε φορά που παίζουμε μαζί, έστω και για την παρέα, είναι σαν να γυρνάμε στα παλιά, στα χρόνια που ήμασταν όλοι μαζί.
Π.Τ. Δεν είναι απλά δουλειά, είναι κομμάτι της ζωής μου. Κάθε φορά που ανεβαίνω στο πατάρι, νιώθω πως κουβαλάω την ιστορία της οικογένειάς μου. Δεν τραγουδάω μόνο για μένα, αλλά και για τον Κώστα, τον Λάζαρο, τον πατέρα μου…
Ερ. Πώς βλέπεις σήμερα την παραδοσιακή μουσική;
Π.Τ. Ευτυχώς, ακόμα υπάρχει κόσμος που αγαπάει την παράδοση. Τα πανηγύρια κρατούν τη δύναμή τους, αν και έχουν αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν. Παλιότερα ήταν πιο αυθεντικά, πιο παρεΐστικα. Σήμερα υπάρχει άλλος ρυθμός ζωής, αλλά η μουσική μας συνεχίζει να αγγίζει τον κόσμο.
Ερ. Τι σημαίνει για εσένα η μουσική;
Π.Τ. Είναι η ζωή μου. Είναι ο τρόπος που εκφράζομαι, που επικοινωνώ με τον κόσμο. Και φυσικά, είναι και το μέσο που με συνδέει με την οικογένειά μου, με τις ρίζες μου.
Πάνος Τσαμπάς: Ήταν μεγάλη μου τιμή που είχα την ευκαιρία να τραγουδήσω δίπλα στους μεγαλύτερους μουσικούς, τραγουδιστές και τραγουδίστριες της δημοτικής μουσικής. Οι συνεργασίες μου όλα αυτά τα χρόνια με τόσους σπουδαίους καλλιτέχνες είναι ανεκτίμητες, γι’ αυτό και δεν θέλω να ξεχωρίσω ονόματα. Είναι υπεραρκετοί και όλοι έχουν αφήσει το δικό τους στίγμα στο δημοτικό τραγούδι. Επίσης, νιώθω ευγνώμων που δούλεψα σε όλα τα μεγάλα μαγαζιά της Αθήνας που ανέδειξαν τη δημοτική μουσική, κρατώντας την ζωντανή και αγαπητή στον κόσμο.
Π.Τ. Ήταν αυστηρός αλλά δίκαιος. Μας δίδαξε πρώτα να αγαπάμε τη μουσική και μετά να την υπηρετούμε σωστά. Ήταν άνθρωπος της τάξης, του μέτρου. Δεν ήθελε φωνές και προχειροδουλειές. Το κλαρίνο του είχε ψυχή και όποιος τον άκουγε, καταλάβαινε ότι ήξερε να μιλάει μέσα από τη μουσική.
Ερ. Πότε σας πήρε πρώτη φορά κοντά του σε πανηγύρι;
Π.Τ. Από πολύ μικροί τον ακολουθούσαμε. Θυμάμαι τον Κώστα, πιτσιρικά ακόμα, να στέκεται δίπλα του και να κοιτάει σαν μαγεμένος. Εμένα με πήρε πιο μεγάλος, όταν είδε πως είχα το μεράκι για το τραγούδι. Ήταν αυστηρός μαζί μας. Δεν μας χάριζε κάστανο. Ήθελε να είμαστε σωστοί, να μη φαλτσάρουμε, να ακούμε.
Ερ.Σας δίδασκε μουσική στο σπίτι ή το μάθημα γινόταν στα πανηγύρια;
Π.Τ. Και στο σπίτι και στα πανηγύρια. Αλλά το πραγματικό «σχολείο» ήταν το πατάρι (πάλκο). Εκεί μάθαινες πώς να στέκεσαι, πώς να διαβάζεις τον κόσμο, πώς να κρατάς το γλέντι. Δεν υπήρχε χαρτί και μολύβι, όλα γίνονταν με το αυτί και με την ψυχή.
Π.Τ. Με αυστηρότητα αλλά και με αγάπη. Μας έλεγε πάντα: «Η μουσική δεν είναι μόνο νότες, είναι συναίσθημα. Αν δεν νιώσεις το τραγούδι, μην το πεις. Αν δεν καταλάβεις τον χορευτή, μην παίξεις».
Ερ. Υπήρξε στιγμή που σε μάλωσε πάνω στη δουλειά;
Π.Τ. (Γελάει) Πολλές φορές! Αν κάτι δεν το έλεγα σωστά, δεν μου χαριζόταν. Μια φορά, σε ένα πανηγύρι, τραγούδησα κάπως βαρετά και μόλις τελείωσα το τραγούδι, με αγριοκοίταξε και μου είπε: «Άμα είναι να τραγουδήσεις έτσι απόψε, παράτα τα, …σήκω και φεύγα». Δεν το ξέχασα ποτέ.
Ερ.Τι είναι αυτό που θα ήθελες να του πεις σήμερα, αν μπορούσες;
Π.Τ. Ότι τον ευχαριστώ. Για τις συμβουλές του, για την κληρονομιά που μας άφησε, για την αγάπη του για τη μουσική που μας πέρασε. Και θα του έλεγα πως συνεχίζω, όπως μας έμαθε.
Π.Τ. Το σπίτι μας ήταν πάντα γεμάτο κόσμο, φωνές, τραγούδια. Δεν θυμάμαι στιγμή που να μην παίζαμε μουσική. Ο πατέρας μου με το κλαρίνο, ο Κώστας τραγουδούσε από μικρός, ο Λάζαρος με το λαούτο ή την κιθάρα… Υπήρχε πάντα ένα γλέντι, ακόμα και στις δύσκολες στιγμές.
Ερ. Η μάνα σου πώς το βίωνε όλο αυτό;
Π.Τ. Η μάνα ήταν ο στυλοβάτης μας. Είχε τόσα να φροντίσει, αλλά πάντα μας στήριζε. Μπορεί να έλεγε καμιά φορά «Ωχ, πάλι πρόβες;» αλλά στην πραγματικότητα καμάρωνε.
Ερ.Και οι αδερφές σου; Ασχολήθηκαν με τη μουσική ή κρατούσαν τις ισορροπίες;
Π.Τ. (Γελάει) Οι αδερφές μου, η Δήμητρα και η Σωτηρία ήταν πιο… πρακτικές! Δεν έπαιζαν μουσική, αλλά πάντα μας στήριζαν. Ειδικά όταν γυρνούσαμε ξημερώματα από πανηγύρια, μας περίμεναν με φαγητό.
Π.Τ. «Στο χωριό γίνονταν δύο πανηγύρια: τ’ Αη-Λιός και της Αγια-Σωτήρας. Ιδιαίτερα στο πανηγύρι της Αγια-Σωτήρας, στις 6 Αυγούστου,…το πανηγύρι ζωντάνευε και στα τρία καφενεία του οικισμού: του Στέλιου Χαρτσιλή, του Χριστόφορου Κοσσυβάκη και του Κώστα Κοσσυβάκη. Τρεις διαφορετικές ορχήστρες, γεμίζοντας με μουσική και χορό το χωριό!!
Επιπλέον, στο Τσιφλίκι γινόταν το πανηγύρι της Αγίας Παρασκευής, ενώ από το 1984 και μετά, ο σύλλογος επανέφερε το πανηγύρι στο μοναστήρι της Παναγίας, συνεχίζοντας την παράδοση μέχρι και σήμερα».
Ερ. Αφού το μεροκάματο δεν ήταν σταθερό, αλλά εξαρτιόταν από τα “τυχερά”, την περίφημη χαρτούρα, τι ήταν αυτό που σας έκανε να επιλέξετε ένα μαγαζί από τα τρία;
Π.Τ. «Ε, μην νομίζεις πως ήμασταν εμείς αυτοί που διαλέγαμε… Μας “διάλεγαν” αυτοί! (γέλια) Όπου μας έκλειναν πρώτοι, εκεί πηγαίναμε. Και να σου πω και κάτι; Όλοι φίλοι ήμασταν, οπότε δεν είχε σημασία. Στο τέλος, έτσι κι αλλιώς, όλο το χωριό κατέληγε να γλεντάει παντού!»
Π.Τ. Ότι η μουσική ενώνει. Σε κάνει να ξεχνάς τον πόνο, να γιορτάζεις τις χαρές. Είναι τρόπος ζωής.
Ερ.Τι θα ήθελες να πεις σε όσους αγαπούν την παραδοσιακή μουσική;
Π.Τ. Να τη στηρίζουν, να τραγουδάνε, να χορεύουν. Η μουσική αυτή είναι κομμάτι της ψυχής μας και αξίζει να τη διατηρήσουμε ζωντανή.
Π.Τ. «Α, ναι! Κάποια τραγούδια γίνονται τόσο της μόδας που παίζουν παντού – στο ραδιόφωνο, στα πανηγύρια, στα μαγαζιά, μέχρι και στα όνειρά μου! Όταν λοιπόν, σε μια βραδιά κάθε παρέα που σηκώνεται για χορό το ζητάει, και το λέμε 10 φορές, ε, κάποια στιγμή αρχίζω να σκέφτομαι ότι γι' αυτές τις περιπτώσεις, καλό θα ήταν να εφαρμόσουμε το playback!»
Ερ. Σου έχει τύχει ποτέ, πάνω στο τραγούδι, να ξεχάσεις τα λόγια; Και αν ναι, πώς το έσωσες;
Π.Τ.«Ε, καμιά φορά αφαιρούμαι ή κάποιος μου αποσπά την προσοχή, μπορεί να φέρνουν κανένα μεζέ μπροστά μου, πού να συγκεντρωθώ; Ευτυχώς, η μνήμη λειτουργεί ακόμα... τις περισσότερες φορές! Κι αν κολλήσω, ρίχνω ένα βλέμμα στους μουσικούς με ύφος ‘Σώστε με!’ ή βάζω λίγο αυτοσχεδιασμό! Άλλωστε, το παν είναι να μη σε καταλάβουν!»(γέλια).
Ερ.Υπάρχει κάποιο τραγούδι που σου έχει ‘κάτσει στο λαιμό’; Δηλαδή, που όσο κι αν προσπάθησες, δεν σου βγήκε ποτέ όπως το ήθελες;
Π.Τ.«Ναι, το έχω πάθει! Υπάρχουν τραγούδια που, όσο κι αν τα αγαπάς, απλά δεν σου κάθονται όπως θα ήθελες. Όλοι το έχουμε ζήσει αυτό! Δεν είναι όλες οι φωνές για όλα τα τραγούδια – όπως δεν είναι όλα τα παπούτσια για όλα τα πόδια! Άλλο σου έρχεται κουτί, άλλο σε στενεύει!»
Π.Τ.«Το ροκ δεν το έχω βιώσει, δεν ήταν ποτέ στα ακούσματά μου, οπότε ...απορρίπτεται λόγω αδυναμίας απόδοσης!
Όσο για το λαϊκό, υπάρχει ένα τραγούδι που πάντα με συγκινούσε βαθιά: Το "Πήγα να δω έναν φίλο μου". Κάθε φορά που το έλεγα, ανατρίχιαζα.
Πολλοί άνθρωποι βρίσκουν παρηγοριά σε τραγούδια που αγγίζουν βαθιά συναισθήματα, ίσως γιατί υπάρχει ταύτιση με προσωπικές εμπειρίες, ίσως ακόμη και γιατί όταν οι στίχοι ενός τραγουδιού εκφράζουν τον πόνο της απώλειας, ακούγοντας τους νιώθουν μια κάθαρση, μια λύτρωση. .…»
Πάνο, να είσαι πάντα γερός, να μας ταξιδεύεις με τη φωνή σου και να κρατάς την παράδοση ζωντανή!
Π.Τ. Εγώ σας ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου! Η μουσική και η παράδοση είναι η ζωή μου, και χαίρομαι που μπορώ να τη μοιράζομαι με ανθρώπους που την αγαπούν. Όσο έχω δύναμη, θα συνεχίζω να παίζω, να τραγουδάω και να τιμώ τη μνήμη του πατέρα μου και των αδελφών μου.
Γιατί η παράδοση δεν πρέπει να ξεχνιέται… πρέπει να τη ζούμε!
Φεύγοντας από αυτή τη συνάντηση, συνειδητοποιώ πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η μουσική στην ψυχή του Πάνου. Δεν είναι απλώς νότες και τραγούδια, είναι η ζωή του, η μνήμη, η οικογένεια, ο τόπος του. Και όσο εκείνος στέκεται στην πίστα, τραγουδάει και κοιτάζει τον κόσμο στα μάτια, η παράδοση θα συνεχίσει να ζει. Γιατί όσο υπάρχουν άνθρωποι σαν τον Πάνο Τσαμπά, η παράδοση θα βρίσκει πάντα τον δρόμο της προς το αύριο.