Επιμέλεια - Διόρθωση κειμένων: Sofia Rodou

Ένας από αυτούς ήταν και ο μαστρο-Γιώργης Τσαμπάς, που άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στην τοπική ιστορία και τη μνήμη των συγχωριανών του.
Ασκούσε την τέχνη του από τη δεκαετία του '40 έως και τις αρχές της δεκαετίας του '70, με έδρα το χωριό αλλά και άλλα μέρη, όπως ο Μεσόπυργος και το Μουζάκι Καρδίτσας.
Πώς ήταν το εργαστήριο του πατέρα σου; Θυμάσαι πώς μύριζε, τι ήχους είχε, πώς ήταν διαμορφωμένο;
«Στην αρχή, ο πατέρας μου είχε στήσει το εργαστήριό του στην αυλή του πατρικού του σπιτιού. Αργότερα, όταν έχτισε το δικό του σπίτι, το μετέφερε στο ισόγειο. Ήταν ένας απλός χώρος, αλλά λειτουργικός. Μύριζε πάντα δέρμα, κόλλα και βερνίκι, ενώ οι ήχοι από τα εργαλεία και τις μηχανές ακούγονταν συνέχεια -το σφυρί, η βελόνα, το γυαλόχαρτο. Ήταν ένας χώρος που σου έδινε την αίσθηση δουλειάς και υπομονής».
«Ο πατέρας μου χρησιμοποιούσε διάφορα εργαλεία, ανάλογα με τη δουλειά. Είχε τη μηχανή του για ραφές, σφυριά, κοπίδια, τροχό, φαλτσέτα, λιμάρια, τανάλιες και άλλα μικροεργαλεία. Ήξερε το κάθε ένα καλά, σαν προέκταση του χεριού του. Έχω κρατήσει μερικά από αυτά, κυρίως για ενθύμιο, αλλά και γιατί είναι κομμάτι της ζωής του και της τέχνης του».
Έφτιαχνε μόνο παπούτσια ή έκανε και άλλες δουλειές, όπως επιδιόρθωση τσαντών, ζωνών κλπ.;
«Ο πατέρας μου ασχολιόταν κυρίως με τα παπούτσια – κατασκευή και επιδιόρθωση. Σπάνια έκανε άλλες δουλειές, όπως τσάντες ή ζώνες. Τώρα, αν του ζητούσε κάποιος να φτιάξει καμιά τρύπα σε ζώνη ή κάτι απλό, δεν έλεγε όχι. Αλλά δεν ήταν αυτό το αντικείμενό του».


«Δεν θυμάμαι κάποιον πολύ ιδιαίτερο πελάτη, αλλά υπήρχαν κάποιοι που ξεχώριζαν επειδή ερχόντουσαν συχνά και έφτιαχναν καινούργια παπούτσια, όχι μόνο επιδιορθώσεις. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος του χωριού, κάποιοι οργανοπαίκτες, και γενικά άνθρωποι που ήθελαν να έχουν πιο περιποιημένη εμφάνιση. Οι περισσότεροι όμως έφερναν τα παλιά για φτιάξιμο - έτσι ήταν τα χρόνια τότε».
Πώς πλήρωναν οι πελάτες; Με χρήματα ή και με ανταλλαγή αγαθών;
«Στα χρόνια που θυμάμαι εγώ, δεν υπήρχαν πια ανταλλαγές με προϊόντα. Όσοι είχαν χρήματα, πλήρωναν τοις μετρητοίς. Υπήρχαν όμως και περιπτώσεις που ο πατέρας μου έκανε διευκολύνσεις, είτε με πίστωση είτε με συμφωνία να τα πάρει αργότερα. Ήταν κατανοητικός και δεν πίεζε κανέναν».
«Μέχρι να τελειώσω το δημοτικό, καθόμουν μαζί του στο εργαστήρι και τον βοηθούσα όσο μπορούσα. Είχα μάθει κάποια βασικά κόλπα, όπως να κρατάω τα εργαλεία, να λειαίνω τα δέρματα, να περνάω κόλλα. Μου άρεσε, αλλά όσο μεγάλωνα, καταλάβαινα πως η δουλειά αυτή δεν είχε μέλλον για να ζήσει κανείς. Έτσι, όταν τελείωσα το σχολείο, έφυγα για την Αθήνα και ακολούθησα άλλο δρόμο».
Υπήρχε κάποια στιγμή που αισθάνθηκες περήφανος για τον πατέρα σου ως τσαγκάρη;
«Πάντα ένιωθα και νιώθω μεγάλη περηφάνια για τον πατέρα μου. Όχι μόνο για την τέχνη του, αλλά κυρίως γιατί φερόταν πρώτα σαν άνθρωπος και μετά σαν επαγγελματίας. Δεν έβλεπε τον άλλον σαν πελάτη, αλλά σαν συγχωριανό, σαν άνθρωπο που είχε ανάγκη. Αυτή η στάση του με σημάδεψε».
«Ο πατέρας μου έμαθε την τέχνη μικρός, κοντά σε έναν μάστορα στο Βουλγαρέλι - πήγαινε εκεί με τα πόδια, πράγμα που λέει πολλά για την επιμονή του. Στην αρχή δούλευε στην Άρτα, αλλά επειδή είχε μεγάλο πάθος με το κυνήγι, γύρισε στο χωριό, όπου και παντρεύτηκε το 1949. Για να εξασφαλίσει τα προς το ζην, χρειάστηκε να φύγει και να δουλέψει αλλού. Πέρασε περίπου δύο χρόνια στον Μεσόπυργο και άλλα δύο με τρία χρόνια στο Μουζάκι Καρδίτσας. Δεν ήταν εύκολα χρόνια, αλλά ποτέ δεν το έβαλε κάτω - προσαρμοζόταν και συνέχιζε».
Πώς αντιμετώπιζε η κοινότητα του χωριού τους τσαγκάρηδες; Ήταν ένα σεβαστό επάγγελμα;
«Ναι, φυσικά. Τότε, οι τεχνίτες κάθε είδους - όπως οι τσαγκάρηδες, οι ράφτες, οι ξυλουργοί - έχαιραν σεβασμού μέσα στην κοινότητα, όπως ο δάσκαλος ή ο χωροφύλακας. Ήταν άνθρωποι χρήσιμοι, απαραίτητοι για την καθημερινότητα του χωριού, και τους εκτιμούσαν για τη δουλειά και την εμπειρία τους».

«Ναι, υπήρχε και άλλος τσαγκάρης στο χωριό. Ήταν ο γαμπρός του Λάιου, ονόματι Γαλαζούλας, που είχε το εργαστήρι του στα Τσουράτικα. Για περίπου δύο χρόνια συνυπήρχαν επαγγελματικά. Όταν όμως ο Γαλαζούλας έφυγε, ο πατέρας μου μετέφερε το τσαγκαράδικο του πάνω στις Καρυές, εκεί στο σπίτι του Κώστα Κοσσυβάκη».
Πώς άλλαξε η ζωή του πατέρα σου όταν άρχισαν να εμφανίζονται τα εργοστασιακά παπούτσια; Τι έγινε με το μαγαζί του όταν μεγάλωσε; Συνέχισε να δουλεύει ως τσαγκάρης μέχρι το τέλος;
«Η εμφάνιση των εργοστασιακών παπουτσιών άλλαξε τα πάντα. Η δουλειά έπεσε απότομα και ο πατέρας μου αναγκάστηκε να κλείσει το μαγαζάκι του στο χωριό. Κατέβηκε στην Άρτα, όπου εργάστηκε σε διάφορες άλλες δουλειές, άσχετες με την τέχνη του. Δεν δούλεψε ως τσαγκάρης μέχρι το τέλος - οι καιροί άλλαξαν και αναγκάστηκε να προσαρμοστεί».
«Ο πατέρας μου είχε απογοητευτεί τόσο πολύ από την ανεργία που έφερε η παρακμή του επαγγέλματος, που δεν ήθελε ούτε να ξανασχοληθεί με την τέχνη του. Αν ζούσε σήμερα, δύσκολα θα επέστρεφε σ’ αυτήν τη δουλειά - όχι γιατί δεν την αγαπούσε, αλλά γιατί ένιωθε ότι πια δεν είχε θέση στην εποχή μας».
Μεταλαμπάδευσε τις βασικές γνώσεις σε νεότερους του χωριού, όπως ο Πάνος του Βαγγέλη Τσαμπά και ο Χρήστος Μαζαράκος.
Αν και τελικά δεν ακολούθησαν την υποδηματοποιία ως επάγγελμα, είναι σημαντικό πως ήρθαν σε επαφή με αυτήν χάρη σ' εκείνον.»
Ήταν ένας από εκείνους τους λαϊκούς εργάτες που με μεράκι, υπομονή και ανθρωπιά, υπηρέτησαν την κοινότητά τους.
Και αυτό το αποτύπωμα δεν σβήνει, όσο υπάρχουν άνθρωποι που το θυμούνται και το τιμούν.