ΓΕΝΝΗΣΗ – ΦΥΛΑΧΤΑ- ΒΑΣΚΑΝΙΑ
ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑΤΑ – ΒΑΦΤΙΣΗ
Παλιά οι γυναίκες γεννούσαν στα σπίτια τους. Υπάρχουν και περιπτώσεις που γεννήθηκαν παιδιά στα χωράφια γιατί οι έγκυες δούλευαν μέχρι την τελευταία ώρα. Γεννούσαν οι γυναίκες με την βοήθεια της πρακτικής μαμής. Αυτή ήταν ηλικιωμένη γυναίκα και ήξερε όλα τα σχετικά με τη γέννα. Όταν έρχονταν η ώρα καλούσαν τη μαμή στο σπίτι. Αυτή μαζί με την πεθερά , μερικές συγγένισσες και γειτόνισσες βοηθούσαν την ετοιμόγεννη γυναίκα.
Είχε το ρόλο της πρακτικής μαμής στη Μεγαλόχαρη
- Κρεμούσαν στο στήθος του ένα μικρό κομματάκι ύφασμα μέσα στο οποίο ήταν τυλιγμένο θυμίαμα, αλάτι και σκόρδο.
- Κρεμούσαν στη σαρμανίτσα λιβάνι, αλάτι, μονόλοβο σκόρδο ή κλωναράκια από έλατα.
- Για φυλαχτά ακόμη χρησιμοποιούσαν δόντια από αγριογούρουνο ή δέρμα από ασβό.
Ο μεγάλος κίνδυνος ήταν πάντα το «κακό μάτι», «το βάσκαμα». Πίστευαν ότι τα μωρά έπαιρναν εύκολα το βάσκαμα και γι αυτό είχαν αρκετούς τρόπους για να το διώχνουν. Αυτούς τους τρόπους τους ήξεραν οι « ξεματιάστρες» συνήθως γυναίκες ηλικιωμένες.
Είδη ξεματιάσματος ήταν:
- Αν έβλεπε το μωρό κάποιος που θεωρούνταν ότι έχει κακό μάτι, όταν έφευγε έπαιρναν χώμα από την πατημασιά του για να σταυρώσουν το παιδί.
- Άλλες φορές έπαιρναν επτά ή εννιά κάρβουνα και στο καθένα έδιναν το όνομα ενός ανθρώπου που είχε δει το παιδί. Αυτά τα έριχναν σε ένα ποτήρι γεμάτο νερό. Αν ένα κάρβουνο έμενε στον πάτο του ποτηριού, το παιδί ήταν ματιασμένο. Του έδιναν τότε να πιει από τρεις μεριές του ποτηριού, το ράντιζαν και το υπόλοιπο νερό το έριχναν στις κότες ή το σκύλο για να πάει σ’ αυτό το κακό μάτι.
- Άλλος τρόπος ήταν με το κουτάλι. Σε ένα ξύλινο κουτάλι έγραφαν το όνομα του Χριστού ή της Παναγίας και τα ονόματα επτά ή εννιά ανθρώπων. Έριχναν νερό στο κουτάλι λέγοντας συγχρόνως ορισμένα λόγια και πότιζαν το παιδί τρεις φορές.
- Σε άλλα σπίτια ξεμάτιαζαν με ένα Σταυρό. Έριχναν ένα μικρό σταυρό σε ένα πιάτο που ήταν γεμάτο με νερό. Αν σχηματίζονταν φυσαλίδες το παιδί ήταν ματιασμένο. Με το νερό αυτό του έπλεναν το πρόσωπο τρία πρωινά.
- Ο πιο συνηθισμένος τρόπος ήταν με το αλάτι. Έπαιρναν λίγο αλάτι στο χέρι και σταύρωναν το παιδί λέγοντας κάποια λόγια. Έριχναν μετά λίγο απ’ το αλάτι σε ένα ποτήρι με νερό, ράντιζαν το μωρό και του έδιναν να πιει. Το υπόλοιπο αλάτι το έριχναν στη φωτιά.
Τα λόγια που έλεγαν οι ξεματιάστρες δεν τα μαρτυρούσαν ποτέ παρά μόνο όταν πλησίαζε η ώρα να πεθάνουν. Τότε τα έλεγαν σε κάποια συγγένισσά τους για να ξεματιάζει αυτή.
Εκεί που φαίνεται η αγάπη της μάνας για το μωρό της είναι στα νανουρίσματα:
να πλύνω του παιδιού μου,
αϊτέ μου τα φτερούγια σου
ν’απλώσω τ’αγοριού μου.
Και συ αηδόνι μου χρυσό
στην κούνια να καθίσεις
με τη γλυκιά σου τη φωνή
να μου το νανουρίσεις.
Κι όταν το δεις να κοιμηθεί,
τα μάτια του να κλείσει,
τρέξε τον ύπνο φώναξε
να μου το σεργιανίσει ».
κι όπου το πονεί να γιάνει
νάνι νάνι και σπαργάνι
κι χλωρό τυρί στη στάνη ».
νάνι νάνι το χρυσό μου.
Ώσπου να’ ρθει η μάνα του
απ’ τα ξύλα ,το νερό
κι απ΄ τον Άσπρο ποταμό
να του φέρει λουλουδάκια και μοσχογαριφαλάκια.
Έλα ύπνε απ’ τα βουνά
Κι απ’ τα κρύα τα νερά,
έλα ύπνε απ’ το κλαράκι
να υπνώσεις το παιδάκι.
Έλα ύπνε ύπνωσέ το
Παναγιά μου φύλαξέ το ».
πάνω στα περιβόλια
και γέμισε τους κόρφους του
τριαντάφυλλα και ρόδια.
Τα ρόδια θα ’ναι της μάνας του
και τ’ άνθη του κυρού του
Και τα χρυσά τριαντάφυλλα
θα ’ναι του νουνού του » .
και Χριστέ μου φύλαξέ το.
Έφεξε η Ανατολή
κούνα Χάιδω μ’ το παιδί.
Έφεξε κι έρχεται η δύση
κούνα το να μη ξυπνήσει ».
νάνι νάνι το χρυσό μου.
Έλα ύπνε απ’ τα κλαράκια
που υπνώνει τα παιδάκια.
Έλα ύπνε απ’ τις κορομηλούλες
να υπνώνεις τις κοπελούλες».
κι ο γαμπρός κάτω απ’ τη σκάλα.
Το κορίτσι μ’ τρώει ρύζι
κι ο γαμπρός το τριγυρίζει.
Το κορίτσι μ’ τρώει λάδι
κι ο γαμπρός χαμογελάει ».
Όταν το παιδί έφτανε στην ηλικία που έπρεπε να βαφτιστεί οι γονείς ειδοποιούσαν το νουνό και τη νουνά. Πάντα το πρώτο παιδί του ζευγαριού το βάφτιζαν αυτοί που είχαν στεφανώσει και τους γονείς του. Η βάφτιση γινόταν ή στην εκκλησία του χωριού ή στο σπίτι. Υπάρχει ένα στιχάκι σχετικό μ’ αυτή:
«ο κουμπάρος κι η κουμπάρα
κάθονταν μαζί αντάμα,
το παιδί για να βαφτίσουν
και για να το σεργιανίσουν».
Το παιδί αν ήταν αγόρι έπαιρνε το όνομα του παππού του, ενώ το κορίτσι της γιαγιάς του, πολλές φορές όμως ο νουνός ή η νουνά, έδιναν στο παιδί όποιο όνομα ήθελαν αυτοί.
Η μάνα του παιδιού δεν παρευρίσκονταν στη βάφτιση. Όταν ο νουνός χάριζε το όνομα στο μωρό ένα παιδί έτρεχε να της το ανακοινώσει. Η μάνα του έδινε τότε ένα νόμισμα για τη χαρούμενη είδηση. Ο νουνός χάριζε στο μωρό ένα Σταυρό και ένα πουκάμισο άσπρο. Το παιδί έτρεφε γι’ αυτόν αγάπη και σεβασμό που κρατούσαν για όλη του τη ζωή.
- αν ρίξει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλα πέντε, θα δεις το κοντοκρίθαρο να στρίβει το μουστάκι, να δεις και τις αρχόντισσες να ψιλοκαθαρίζουν, θα δεις και τη φτωχολογιά να ψιλοκοσκινίζει.
- φύλαξε τα παλούκια σου να μη στα φάει ο Μάρτης.
- Μάρτης είναι χάδια κάνει, πότε κλαίει, πότε γελάει.
- χιόνια του Φλεβαριού, χρυσάφι του καλοκαιριού.
- ο Μάης ρίχνει τη δροσιά και ο Απρίλης τα λουλούδια.
- τ’Αλωναριού τα κάματα, τ’Αυγούστου τα λιοπύρια.
- τον Οκτώβρη τα κουδούνια , το Νοέμβρη παραμύθια.
- Οκτώβρης και δεν έσπειρες, οκτώ σπυριά δεν κάνεις.
- Μάης άβρεχος, μούστος άμετρος.
- Α-Δημητράκη, μικρό καλοκαιράκι.
- σ’ όσους μήνες έχουν «ρ» κάνεις μπάνιο με ζεστό νερό.
- μπρος-πίσω τα Νικολοβάρβαρα, βαρύς χειμώνας κάνει.
- Αγιά- Βαρβάρα μίλησε κι ο Σάββας αποκρίθη:» μάζεψε ξύλα κι άχυρα και σύρτε και στο μύλο, γιατί ο Αι Νικόλας έρχεται στα χιόνια φορτωμένος.
- του τρυγητή, τ’αμπελουργού πάνε χαμένοι οι κόποι.
- άμα δεν τρυγάμε εδώ, πατάνε αλλού.
- απ’ το θέρο ως τις ελιές, δεν απολείπουν οι δουλειές.
- μη σε γελάσει ο βάτραχος ή το χελιδονάκι αν δεν λαλήσει ο τζίτζικας δεν είν’ καλοκαιράκι.
- εκεί που καρτερώ να ξεχειμάσω, πέφτει το χιόνι και με πλακώνει.
- κάλλιο άσχημη φάτσα παρά άσχημη γλώσσα.
- άλλοι προγκάνε το λαγό κι άλλοι τον μαγειρεύουν.
- άλλοι παπάδες κι άλλα καλυμμαύχια.
- άλλα σχεδιάζει ο γάιδαρος κι άλλα ο γαιδουριάρης.
- κάθε θαύμα τρεις ημέρες , το μεγάλο τέσσερις.
- καλύτερα να γλιστρήσεις με τα πόδια παρά με τη γλώσσα.
- αργυρό το μίλημα και χρυσό το σώπα.
- απ’ τον κόρακα «κρα» θ’ ακούσεις.
- από φτωχό μη δανειστείς, τι περπατεί και κλαίει.
- ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι.
- δεν ξυπνάει το χωριό , αν δεν ακούσει πετεινό.
- δίχως προδότη, κάστρο δεν πατιέται.
- άσπρο σκυλί, μαύρο σκυλί ίδιο δάγκωμα.
- η καμήλα την καμπούρα του παιδιού της καμαρώνει.
- η καλή νοικοκυρά με το κουτάλι γνέθει.
- η ομορφιά είναι μπάλωμα και η γνώση βασίλειο.
- όποιος έχει γρόσια στην παλάσκα όπου θέλει κάνει Πάσχα.
- ο γέρος κι αν στολίζεται, σ’ ανηφοριά γνωρίζεται.
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του μήτε τη γνώμη άλλαξε μήτε την κεφαλή του.
- όποιος αέρα κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει.
- όσο να μπει και να βγει η νύφη, στραβώθηκε ο γαμπρός.
- η καλή νοικοκυρά απ’ τα ρούχα της φαίνεται.
- το κρασί όσο παλιώνει, τόσο δυναμώνει.
- του διακονιάρη καρβέλια δωσ’ του. Τις στράτες τις ξέρει.
- δες το μικρό πολυξερούλι, στον ώμο παίρνει το σακούλι.
- άνεμος που δεν μποδίζει, άφησέ τον κι ας βουίζει.
- ας ήξερα δυο γράμματα κι ας είχα ένα μάτι.
- μην καμαρώνεις την αρχή προτού να δεις το τέλος.
- τρίτη μέρα μη δουλέψεις, Σάββατο μη στολιστείς.
- χαζό παιδί, χαρά γεμάτο.
- αν κλωτσάς τα γονικά σου, θα το βρεις απ’ τα παιδιά σου.
- εγώ γελώ με δώδεκα και δεκατρείς με 'μένα.
- ο γάμος προσδιάβαινε κι η γριά ξεροχτενιζόταν.
- Φίλος επιζήμιος εχθρός επικαλείται.
- Φύλα φίδι το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι.
- Θείος κι ανηψιός , διάολος και μισός.
- Ο ξένος και ο ποταμός τον τόπο τους γυρεύουν.
- Γιός ο γαμπρός δεν γίνεται κι η νύφη θυγατέρα.
- Πολλοί νεκροί 'που κάθονται στ' αρρώστου το κρεββάτι.
- Και τα ορφανά βολεύονται κι οι χήρες κυβερνιώνται.
- Αν δε μπορείς γέρο να θερίσεις......., δέσε και κουβάλα και φύλα και τα γίδια.
- Άμα γλεπς ρούγα ασάρωτη και τριχιά λτή, η νκοκοιρά...είν'..κατα διαόλ'
Έχω ένα κουτάκι
Γεμάτο σκερπανάκια.
Τί είναι; (το στόμα)
Σούβλα κρεατένια
Κομμάτια σιδερένια.
Τί είναι; (το δάχτυλο με τα δαχτυλίδια)
Σιγανή, σιωπηλή
Το σαμάρι κουβαλεί.
Τί είναι; (η χελώνα)
Ψηλός, ψηλός καλόγερος
Κουδούνια φορτωμένος.
Τί είναι; (το κυπαρίσσι)
Χίλιοι μύριοι καλογέροι
Σ’ ένα ράσο τυλιγμένοι.
Τί είναι; (το κρεμμύδι)
Ανεβαίνει, κατεβαίνει
Και στη ίδια θέση μένει.
Τί είναι; (το στόμα)
Κουτερίτσα φορτωμένη
Και στη ίδια θέση μένει.
Τί είναι; (το κουτάλι)
Ράχη , ράχη πήγαινα
Τρώγοντας βλαχόσφαχτα.
Τί είναι; (το ψαλίδι)
Καλαγκαθένιο το μαντρί
Και κόκκινα τα γίδια.
Τί είναι; (το ρόδι)
Στέκομαι όταν στέκεσαι
Κινούμαι όταν κινείσαι
Αδύνατο να είμαι εκεί
Όπου εσύ δεν είσαι.
Τί είναι; (η σκιά)
Αόματος , ακόκκαλος
Στον ουρανό πετάει.
Τί είναι; (ο καπνός).
ΓΑΜΟΣ
Μια βδομάδα πριν γινόταν τα « καλέσματα ». Ένας συγγενής του γαμπρού περνούσε στα σπίτια κρατώντας μια μπουκάλα κρασί και ένα ποτήρι. Αφού καλούσε στο γάμο έδινε στους νοικοκυραίους να πιουν λίγο κρασί. Την Τετάρτη στο σπίτι του γαμπρού γίνονταν το ανάπιασμα των προζυμιών. Στο κέντρο ενός δωματίου έφερναν μια σκάφη γεμάτη αλεύρι και ένα κόσκινο. Τρία παιδιά, δυο αγόρια και ένα κορίτσι, κοσκίνιζαν το αλεύρι. Τα παιδιά έπρεπε να έχουν στη ζωή και τους δυο γονείς τους.
κι αφράτα τα προζύμια.
Ορέ ευχήσου με, ορέ μανούλα μου
ορέ στα πρώτα τα προζύμια.
Ορέ με την ευχή παιδάκι μου
ορέ με την ευχή.
Κι ευχήσου με πατέρα μου
τώρα στα πρώτα τα κόσκινα
Ορέ με την ευχή παιδάκι μου
Ορέ με την ευχή».
Αφού τα έβλεπαν οι καλεσμένοι, οι γυναίκες τα δίπλωναν, τα έκαναν δέματα και τα έδεναν με άσπρες κορδέλες, καθώς τα δίπλωναν τραγουδούσαν:
«διπλώστε τα προικιά καλά
μη τα γελάσουν τα χωριά.
Διπλώστε τα προικιά καλά
μη τα γελάσ’ η πεθερά»
Την Παρασκευή οι συγγενείς του γαμπρού πήγαιναν στο σπίτι της νύφης με άλογα και με μουλάρια για να πάρουν τα προικιά. Πάνω στα προικιά κάθονταν ένα αγόρι. Ο πεθερός της νύφης του έδινε χρήματα και αυτό κατέβαινε. Φορτώνονταν έπειτα τα προικιά στα ζώα. Η νύφη χάριζε στους συγγενείς του γαμπρού πετσέτες και μαντίλια που τα κρεμούσαν στα χαλινά των ζώων.
Την Κυριακή το πρωί μαζεύονταν οι καλεσμένοι στο σπίτι του γαμπρού. Καλούσαν τότε τον κουρέα για να τον ξυρίσει.
Ο γαμπρός καθόταν σε μια καρέκλα και δίπλα του έβαζαν ένα δίσκο και ένα ποτήρι νερό. Όσο κρατούσε το ξύρισμα τραγουδούσαν:
«ορέ ασπροσυννέφιασ’ ο ουρανός
τώρα ξυρίζετ’ ο γαμπρός.
Ορέ ξυράφια από τα Γιάννενα
κι ακόνια από την Πρέβεζα.
Ορέ γι’ανάγκασε ορέ μπερμπερη μου,
ορέ γι’ανάγκασε ορέ το χέρι σου
ορέ έχουμε δρόμο αλαργινό.
Ορέ για πρόσεξε ορέ μπερμπέρη μου,
Ορέ για πρόσεξε ορέ το χέρι σου
να μη μας κόψεις το γαμπρό
και μας γελάσει το χωριό ».
Πολλές φορές συνέχιζαν με το παρακάτω τραγούδι:
« ευχήσου με πατέρα μου
κι έχω δρόμο αλαργινό.
Ποτάμια να περάσω
να πάω να βρω το ταίρι μου
την πολυαγαπημένη μου ».
Την ίδια ώρα στο σπίτι της νύφης οι γυναίκες τη στόλιζαν τραγουδώντας. Έλεγαν το τραγούδι:
φιάχνει η πέρδικα φωλιά
με σύρματα και με κλαδιά
και με σαρανταπέντε αυγά.
Κι αναταράχκει η πέρδικα
και πέσαν τα τριαντάφυλλα.
Σουλιώτες της τα μάζεψαν
και στην ποδιά της τα’βαλαν,
να φκιάσουν άνθινο νερό
να λούσουν νύφη και γαμπρό».
Στη συνέχεια τραγουδούσαν:
« ευχήσου με μανούλα μου
σ’αυτό το πρώτο στόλισμα.
Ευχήσου με πατέρα μου
σ’αυτό το πρώτο στόλισμα.
Ευχηθείτε με αδέρφια μου
και σεις καλοί γειτόνοι».
Όταν η νύφη θα πήγαινε σε μακρινό χωριό έλεγαν:
« άσπρη, κάτασπρη πέρδικα
ήταν στη γειτονιά μας.
Κι έρχεται ο ξένος, ο πεντάξενος
κι απλώνει και την παίρνει.
Ξεΐσκιωσαν οι γειτονιές
και ομόρφηναν τα ξένα».

Οι συγγενείς της έλεγαν τότε το τραγούδι:
« νυφούλα ποιός σε στόλισε
και σ’ήβρα στολισμένη;
Η μάνα μου με στόλισε
και μ’ήβρες στολισμένη.
Έβγα νύφη απ’ την πόρτα
όπως έβγαινες και πρώτα.
Ο γαμπρός σε περιμένει
να σε πάρει απ’το χέρι. »
Ή έλεγαν το τραγούδι:
έβγα έξω από την πόρτα,
που σε περιμένει το αστέρι
να σε πάρει απ’το χέρι. »
Όταν ο γαμπρός με την συνοδεία του έφτανε στο σπίτι της νύφης έλεγαν το τραγούδι:
κι ήρθα στη γειτονιά σου,
χρυσά πλεξίδια σου’φερα
να πλέξεις τα μαλλιά σου.
Σαν τα’φερες καλά έκανες
κι ας έκανες τον κόπο.
Πολλά χατήρια μου’κανες
για κάνε κι άλλο ένα.
Το παραθύρι το ακρινό
βράδυ να μην το κλείσεις.
Κι εγώ για το χατήρι σου ολάνοιχτο τ’αφήνω ».
Το ίδιο τραγούδι το έλεγαν και με διαφορετικά λόγια:
« Ξύπνα περδικομάτα μου
κι ήρθα στη γειτονιά σου,
χρυσά πλεξίδια σου’φερα
να πλέξεις τα μαλλιά σου.
Ξύπνα περδικομάτα μου
Και πού θα μείνεις βράδυ;
Στου πεθερού μου τις αυλές
στ’αντρού μου το κρεβάτι ».
με τα πολλά τα’αστέρια.
Αυγερινός είν’ο γαμπρός
και οι συμπεθέροι αστέρια.
Δεν το’ξερα κυρ γαμπρέ
πως θα κοπιάσεις στο σπίτι ,
για να σαρώσω το στρατί
και ρόιδο να το σπείρω.
Γαμπρέ μ’τί στέκεις ροϊδινός
και ο γρίβας ιδρωμένος;
Ο γρίβας ήρθε για ταή
κι εγώ ήρθα για την κόρη ».
Εκτός από αυτό έλεγαν και το παρακάτω:
μια Κυριακή το γιόμα
ετοιμάζονται οι συγγένισσες
μαζί με τα κορίτσια.
Για δέστε τον Αυγερινό
στο γρίβα καβαλάρη.
Γαμπρέ μ’ τι στέκεις ροϊδινός….».
και βγάλτον στον αέρα,
κι αν δε το πιω την Κυριακή
το πίνω την Δευτέρα.
Δεν το ‘ξερα λεβέντη μου
που ήταν η αφεντιά σου
και σαν πουλί θα πέταγα
να’ρθω στην αγκαλιά σου.
Θα γίνω γης να με πατάς
γεφύρι να περάσεις
και την μεγάλη αγάπη μας
ποτέ να μην ξεχάσεις ».
και στο καλό κορίτσι μου.
Αφήνω γεια μανούλα μου
και στο καλό κορίτσι μου.
Αφήνω γεια αδέλφια μου
και στο καλό αδελφούλα μας.
Αφήνω γεια στο σπίτι μου
και στο καλό κυρούλα μου.
Αφήνω γεια στη γειτονιά και στο καλό γειτόνισσα».
« φεύγω μανούλα μου, φεύγω
πάω μακριά,
δε θα με βλέπεις πια.
Μανούλα τα λουλούδια μου
συχνά να τα ποτίζεις.
Να τα ποτίζεις κάθε πρωί
μάνα μου γλυκιά
και κάθε μεσημέρι,
σ’αφήνω γεια.
Φεύγω μανούλα μου
πάω μακριά,
πάω στην ξενιτιά
δεν θα με βλέπεις πια.
Μανούλα τα λουλούδια μου
μόσκο να τα ραντίζεις,
μάνα μου γλυκιά
σ’αφήνω γεια ».
Όταν έφταναν στο σπίτι του γαμπρού οι καλεσμένοι τραγουδούσαν:
Έβγα μανούλα του γαμπρού
και πεθερά της νύφης,
να δεις τη νύφη που’ρχεται.
Για δέστε την, για δέστε την
ήλιο φεγγάρι πέστε την.
Για δέστε την πώς περπατεί
σαν άγγελος με το σπαθί.
Αυτού που ζύγωσες να μπεις
ήλιος, φεγγάρι να φανείς».
Μπαίνοντας η νύφη στο σπίτι κάθονταν και της πήγαιναν ένα αγόρι για να το κρατήσει στην αγκαλιά της. Το έκαναν αυτό για να γεννηθεί αγόρι το πρώτο παιδί του ζευγαριού.
σε τούτο το τραπέζι,
τον Άγγελο φιλεύουμε
και το Χριστό κερνάμε
και την Παρθένα Παναγιά
τη διπλοπροσκυνάμε
να μας χαρίσει τα κλειδιά
κλειδιά του Παραδείσου
να μπω να σεργιανίσω».
Συνέχιζαν με το επόμενο τραγούδι:
να φάμε και να πιούμε
γιατί αύριο θα χωρίσουμε
και πού θ’ανταμωθούμε.
Στον Αη-Λιά στον πλάτανο
που’ναι μια κρύα βρύση
που’χαν οι κλέφτες σύναξη
που κάνουν πανηγύρι.
Που’χουν τη Ρήνα στο πλευρό
Που τους κερνάει και πίνουν.
Κέρνα μας Ρήνα μ’ κέρνα μας
γιόμισε τα ποτήρια
μέχρι να σκάσ’ ο Αυγερινός
να πάει η Πούλια γιόμα».
« σε τούτο το σπίτι που’μαστε
το μαρμαροχτισμένο
ποτέ πέτρα να μη ραγιστεί
λιθάρι να μην πέσει.
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
με τα γλυκά του τα κρασιά,
με τα γλυκά του τα λόγια
χρόνους πολλούς να ζήσει,
ν’ασπρίσει , να γεράσει».
« Σ’όσους γάμους κι αν επήγα
τέτοια νιόγαμπρα δεν είδα.
Να’ναι η νύφη λυγερή
κι ο γαμπρός χρυσό πουλί
που’χει μέση κοντυλένια,
φορεσιά μαλαματένια.
Σ’όσους γάμους κι αν επήγα
τέτοια νιόγαπρα δεν είδα.
Να’ναι η νύφη μαντζουράνα
κι ο γαμπρός χρυσή καμπάνα ».
2ο
« Τρία πουλάκια καθισμένα
άι μωρέ Κοντογιωργάκη
μεσ’τη μέση στο τραπέζι
άι μωρέ Κοντογιωργάκη.
Το’να τρώει, το’να πίνει
τα’άλλο τραγουδάει και λέει:
Σ’όσους γάμους κι αν επήγα
τέτοια νιόγαπρα δεν είδα.
Να’χουν μέση κοντυλένια,
φορεσιά μαλαματένια,
άι μωρέ Κοντογιωργάκη.
Να’ναι η νύφη το μεράκι
κι ο γαμπρός χρυσό πουλάκι
αϊ μωρέ Κοντογιωργάκη».
μου λέει να τραγουδήσω
κι εγώ της λέω δεν μπορώ
τραγούδια για να λέω.
Για πιάστε με να σηκωθώ
και βάλτε με να κάτσω
και φέρτε μου παλιό κρασί
να πιω να μου’ρθει η γεια μου.
Να πω τραγούδια θλιβερά
και παραπονεμένα
να πω τα ντέρτια της καρδιάς
που’χω παιδιά στα ξένα».
στης δάφνης το γιαλό
εκεί καθόταν ο κυρ-νουνός
μαζί με τ’αναδεχτούδια του,
που πελεκάει το μάρμαρο
να βγάλει αθάνατο νερό
κι αθάνατο βοτάνι .
Να ποτίσ’ τ’αναδεχτούδια του
ποτέ να μη πεθάνουνε.
Σηκώσου πάνω κυρ-νουνέ
ν’απλώσεις στην τσεπούλα σου
και στη χρυσή σακούλα σου
και βγάλε ασήμι και φλουριά
για να κεράσεις τα βιολιά»
ΜΥΘΟΙ - ΘΡΥΛΟΙ - ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
- Κάποια εποχή οι γάτες και οι σκύλοι ήταν φίλοι. Μια μέρα οι σκύλοι έδωσαν στις γάτες μερικά χαρτιά να τα φυλάξουν. Πέρασε καιρός. Κάποτε τα σκυλιά χρειάστηκαν τα χαρτιά και τα ζήτησαν. Οι γάτες πήγαν να τα πάρουν και τα βρήκαν φαγωμένα απ’ τα ποντίκια. Από τότε οι γάτες κυνηγούν τα ποντίκια και τα σκυλιά τις γάτες.
-
Κάποτε μια γυναίκα κούναγε το παιδί της να κοιμηθεί. Αυτό όμως έκλαιγε συνέχεια. Η μάνα απελπίστηκε και είπε: «να σε φάει ο κακός ο λύκος». Ο λύκος που ήταν κοντά άκουσε τα λόγια. Μπήκε στο σπίτι και το πήρε. Η μάνα του έκλαιγε κι έλεγε:
- Απόλα λύκε μ’ το παιδί
και πάρε με εμένα.
Μαζεύτηκε όλο το χωριό
Χίλιοι νομάτοι ήταν μπροστά
και πεντακόσιοι πίσω.
Κανείς δεν τον διασταύρωσε
από εκειόν τον κόσμο.
Η μάνα που χε το παιδί
που χε το μέγα πόνο
πάει και τον διασταύρωσε σε τρίχινο γεφύρι.
- Απόλα λύκε μ’ το παιδί
και πάρε με την έρμη.
Και το παιδί αποκρίθηκε
από το στόμα του λύκου.
- Μάνα μ’ εμένα μ’ έταξες
στο λύκο να με φάει.
Κι η μάνα έκλαψε πολύ
δεν είχε τί να κάνει».
-
Στη Μεγαλόχαρη είχε πέσει κάποτε χολέρα και οι κάτοικοι δεινοπαθούσαν. κάποιος είδε στον ύπνο του τον Άγιο Αθανάσιο , ο οποίος του είπε να κτίσουν σε μία μέρα εκκλησία και να τη λειτουργήσουν. Έτσι θα σταματούσε το κακό. Οι χωριανοί έκαναν αυτό που είπε ο Άγιος και η αρρώστια σταμάτησε.