Γάμος
ΓΑΜΟΣ
Μια βδομάδα πριν γινόταν τα « καλέσματα ». Ένας συγγενής του γαμπρού περνούσε στα σπίτια κρατώντας μια μπουκάλα κρασί και ένα ποτήρι. Αφού καλούσε στο γάμο έδινε στους νοικοκυραίους να πιουν λίγο κρασί. Την Τετάρτη στο σπίτι του γαμπρού γίνονταν το ανάπιασμα των προζυμιών. Στο κέντρο ενός δωματίου έφερναν μια σκάφη γεμάτη αλεύρι και ένα κόσκινο. Τρία παιδιά, δυο αγόρια και ένα κορίτσι, κοσκίνιζαν το αλεύρι. Τα παιδιά έπρεπε να έχουν στη ζωή και τους δυο γονείς τους.
κι αφράτα τα προζύμια.
Ορέ ευχήσου με, ορέ μανούλα μου
ορέ στα πρώτα τα προζύμια.
Ορέ με την ευχή παιδάκι μου
ορέ με την ευχή.
Κι ευχήσου με πατέρα μου
τώρα στα πρώτα τα κόσκινα
Ορέ με την ευχή παιδάκι μου
Ορέ με την ευχή».
Αφού τα έβλεπαν οι καλεσμένοι, οι γυναίκες τα δίπλωναν, τα έκαναν δέματα και τα έδεναν με άσπρες κορδέλες, καθώς τα δίπλωναν τραγουδούσαν:
«διπλώστε τα προικιά καλά
μη τα γελάσουν τα χωριά.
Διπλώστε τα προικιά καλά
μη τα γελάσ’ η πεθερά»
Την Παρασκευή οι συγγενείς του γαμπρού πήγαιναν στο σπίτι της νύφης με άλογα και με μουλάρια για να πάρουν τα προικιά. Πάνω στα προικιά κάθονταν ένα αγόρι. Ο πεθερός της νύφης του έδινε χρήματα και αυτό κατέβαινε. Φορτώνονταν έπειτα τα προικιά στα ζώα. Η νύφη χάριζε στους συγγενείς του γαμπρού πετσέτες και μαντίλια που τα κρεμούσαν στα χαλινά των ζώων.
Την Κυριακή το πρωί μαζεύονταν οι καλεσμένοι στο σπίτι του γαμπρού. Καλούσαν τότε τον κουρέα για να τον ξυρίσει.
Ο γαμπρός καθόταν σε μια καρέκλα και δίπλα του έβαζαν ένα δίσκο και ένα ποτήρι νερό. Όσο κρατούσε το ξύρισμα τραγουδούσαν:
«ορέ ασπροσυννέφιασ’ ο ουρανός
τώρα ξυρίζετ’ ο γαμπρός.
Ορέ ξυράφια από τα Γιάννενα
κι ακόνια από την Πρέβεζα.
Ορέ γι’ανάγκασε ορέ μπερμπερη μου,
ορέ γι’ανάγκασε ορέ το χέρι σου
ορέ έχουμε δρόμο αλαργινό.
Ορέ για πρόσεξε ορέ μπερμπέρη μου,
Ορέ για πρόσεξε ορέ το χέρι σου
να μη μας κόψεις το γαμπρό
και μας γελάσει το χωριό ».
Πολλές φορές συνέχιζαν με το παρακάτω τραγούδι:
« ευχήσου με πατέρα μου
κι έχω δρόμο αλαργινό.
Ποτάμια να περάσω
να πάω να βρω το ταίρι μου
την πολυαγαπημένη μου ».
Την ίδια ώρα στο σπίτι της νύφης οι γυναίκες τη στόλιζαν τραγουδώντας. Έλεγαν το τραγούδι:
φιάχνει η πέρδικα φωλιά
με σύρματα και με κλαδιά
και με σαρανταπέντε αυγά.
Κι αναταράχκει η πέρδικα
και πέσαν τα τριαντάφυλλα.
Σουλιώτες της τα μάζεψαν
και στην ποδιά της τα’βαλαν,
να φκιάσουν άνθινο νερό
να λούσουν νύφη και γαμπρό».
Στη συνέχεια τραγουδούσαν:
« ευχήσου με μανούλα μου
σ’αυτό το πρώτο στόλισμα.
Ευχήσου με πατέρα μου
σ’αυτό το πρώτο στόλισμα.
Ευχηθείτε με αδέρφια μου
και σεις καλοί γειτόνοι».
Όταν η νύφη θα πήγαινε σε μακρινό χωριό έλεγαν:
« άσπρη, κάτασπρη πέρδικα
ήταν στη γειτονιά μας.
Κι έρχεται ο ξένος, ο πεντάξενος
κι απλώνει και την παίρνει.
Ξεΐσκιωσαν οι γειτονιές
και ομόρφηναν τα ξένα».

Οι συγγενείς της έλεγαν τότε το τραγούδι:
« νυφούλα ποιός σε στόλισε
και σ’ήβρα στολισμένη;
Η μάνα μου με στόλισε
και μ’ήβρες στολισμένη.
Έβγα νύφη απ’ την πόρτα
όπως έβγαινες και πρώτα.
Ο γαμπρός σε περιμένει
να σε πάρει απ’το χέρι. »
Ή έλεγαν το τραγούδι:
έβγα έξω από την πόρτα,
που σε περιμένει το αστέρι
να σε πάρει απ’το χέρι. »
Όταν ο γαμπρός με την συνοδεία του έφτανε στο σπίτι της νύφης έλεγαν το τραγούδι:
κι ήρθα στη γειτονιά σου,
χρυσά πλεξίδια σου’φερα
να πλέξεις τα μαλλιά σου.
Σαν τα’φερες καλά έκανες
κι ας έκανες τον κόπο.
Πολλά χατήρια μου’κανες
για κάνε κι άλλο ένα.
Το παραθύρι το ακρινό
βράδυ να μην το κλείσεις.
Κι εγώ για το χατήρι σου ολάνοιχτο τ’αφήνω ».
Το ίδιο τραγούδι το έλεγαν και με διαφορετικά λόγια:
« Ξύπνα περδικομάτα μου
κι ήρθα στη γειτονιά σου,
χρυσά πλεξίδια σου’φερα
να πλέξεις τα μαλλιά σου.
Ξύπνα περδικομάτα μου
Και πού θα μείνεις βράδυ;
Στου πεθερού μου τις αυλές
στ’αντρού μου το κρεβάτι ».
με τα πολλά τα’αστέρια.
Αυγερινός είν’ο γαμπρός
και οι συμπεθέροι αστέρια.
Δεν το’ξερα κυρ γαμπρέ
πως θα κοπιάσεις στο σπίτι ,
για να σαρώσω το στρατί
και ρόιδο να το σπείρω.
Γαμπρέ μ’τί στέκεις ροϊδινός
και ο γρίβας ιδρωμένος;
Ο γρίβας ήρθε για ταή
κι εγώ ήρθα για την κόρη ».
Εκτός από αυτό έλεγαν και το παρακάτω:
μια Κυριακή το γιόμα
ετοιμάζονται οι συγγένισσες
μαζί με τα κορίτσια.
Για δέστε τον Αυγερινό
στο γρίβα καβαλάρη.
Γαμπρέ μ’ τι στέκεις ροϊδινός….».
και βγάλτον στον αέρα,
κι αν δε το πιω την Κυριακή
το πίνω την Δευτέρα.
Δεν το ‘ξερα λεβέντη μου
που ήταν η αφεντιά σου
και σαν πουλί θα πέταγα
να’ρθω στην αγκαλιά σου.
Θα γίνω γης να με πατάς
γεφύρι να περάσεις
και την μεγάλη αγάπη μας
ποτέ να μην ξεχάσεις ».
και στο καλό κορίτσι μου.
Αφήνω γεια μανούλα μου
και στο καλό κορίτσι μου.
Αφήνω γεια αδέλφια μου
και στο καλό αδελφούλα μας.
Αφήνω γεια στο σπίτι μου
και στο καλό κυρούλα μου.
Αφήνω γεια στη γειτονιά και στο καλό γειτόνισσα».
« φεύγω μανούλα μου, φεύγω
πάω μακριά,
δε θα με βλέπεις πια.
Μανούλα τα λουλούδια μου
συχνά να τα ποτίζεις.
Να τα ποτίζεις κάθε πρωί
μάνα μου γλυκιά
και κάθε μεσημέρι,
σ’αφήνω γεια.
Φεύγω μανούλα μου
πάω μακριά,
πάω στην ξενιτιά
δεν θα με βλέπεις πια.
Μανούλα τα λουλούδια μου
μόσκο να τα ραντίζεις,
μάνα μου γλυκιά
σ’αφήνω γεια ».
Όταν έφταναν στο σπίτι του γαμπρού οι καλεσμένοι τραγουδούσαν:
Έβγα μανούλα του γαμπρού
και πεθερά της νύφης,
να δεις τη νύφη που’ρχεται.
Για δέστε την, για δέστε την
ήλιο φεγγάρι πέστε την.
Για δέστε την πώς περπατεί
σαν άγγελος με το σπαθί.
Αυτού που ζύγωσες να μπεις
ήλιος, φεγγάρι να φανείς».
Μπαίνοντας η νύφη στο σπίτι κάθονταν και της πήγαιναν ένα αγόρι για να το κρατήσει στην αγκαλιά της. Το έκαναν αυτό για να γεννηθεί αγόρι το πρώτο παιδί του ζευγαριού.
σε τούτο το τραπέζι,
τον Άγγελο φιλεύουμε
και το Χριστό κερνάμε
και την Παρθένα Παναγιά
τη διπλοπροσκυνάμε
να μας χαρίσει τα κλειδιά
κλειδιά του Παραδείσου
να μπω να σεργιανίσω».
Συνέχιζαν με το επόμενο τραγούδι:
να φάμε και να πιούμε
γιατί αύριο θα χωρίσουμε
και πού θ’ανταμωθούμε.
Στον Αη-Λιά στον πλάτανο
που’ναι μια κρύα βρύση
που’χαν οι κλέφτες σύναξη
που κάνουν πανηγύρι.
Που’χουν τη Ρήνα στο πλευρό
Που τους κερνάει και πίνουν.
Κέρνα μας Ρήνα μ’ κέρνα μας
γιόμισε τα ποτήρια
μέχρι να σκάσ’ ο Αυγερινός
να πάει η Πούλια γιόμα».
« σε τούτο το σπίτι που’μαστε
το μαρμαροχτισμένο
ποτέ πέτρα να μη ραγιστεί
λιθάρι να μην πέσει.
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
με τα γλυκά του τα κρασιά,
με τα γλυκά του τα λόγια
χρόνους πολλούς να ζήσει,
ν’ασπρίσει , να γεράσει».
« Σ’όσους γάμους κι αν επήγα
τέτοια νιόγαμπρα δεν είδα.
Να’ναι η νύφη λυγερή
κι ο γαμπρός χρυσό πουλί
που’χει μέση κοντυλένια,
φορεσιά μαλαματένια.
Σ’όσους γάμους κι αν επήγα
τέτοια νιόγαπρα δεν είδα.
Να’ναι η νύφη μαντζουράνα
κι ο γαμπρός χρυσή καμπάνα ».
2ο
« Τρία πουλάκια καθισμένα
άι μωρέ Κοντογιωργάκη
μεσ’τη μέση στο τραπέζι
άι μωρέ Κοντογιωργάκη.
Το’να τρώει, το’να πίνει
τα’άλλο τραγουδάει και λέει:
Σ’όσους γάμους κι αν επήγα
τέτοια νιόγαπρα δεν είδα.
Να’χουν μέση κοντυλένια,
φορεσιά μαλαματένια,
άι μωρέ Κοντογιωργάκη.
Να’ναι η νύφη το μεράκι
κι ο γαμπρός χρυσό πουλάκι
αϊ μωρέ Κοντογιωργάκη».
μου λέει να τραγουδήσω
κι εγώ της λέω δεν μπορώ
τραγούδια για να λέω.
Για πιάστε με να σηκωθώ
και βάλτε με να κάτσω
και φέρτε μου παλιό κρασί
να πιω να μου’ρθει η γεια μου.
Να πω τραγούδια θλιβερά
και παραπονεμένα
να πω τα ντέρτια της καρδιάς
που’χω παιδιά στα ξένα».
στης δάφνης το γιαλό
εκεί καθόταν ο κυρ-νουνός
μαζί με τ’αναδεχτούδια του,
που πελεκάει το μάρμαρο
να βγάλει αθάνατο νερό
κι αθάνατο βοτάνι .
Να ποτίσ’ τ’αναδεχτούδια του
ποτέ να μη πεθάνουνε.
Σηκώσου πάνω κυρ-νουνέ
ν’απλώσεις στην τσεπούλα σου
και στη χρυσή σακούλα σου
και βγάλε ασήμι και φλουριά
για να κεράσεις τα βιολιά»